Του Κωστή Κοσμέα
Τα Ευαγγέλια είναι 4. Αλλά πώς έγινε η
επιλογή των συγκεκριμένων αυτών κειμένων και όχι κάποιων άλλων, δεδομένου ότι
υπήρχαν πολλά την περίοδο εκείνη;
Η απάντηση από έναν πιστό είναι το
“μαξιλαράκι” πως όλη η Γραφή είναι θεόπνευστη. Αλλά αυτό το επιχείρημα κατά
πόσο μπορεί να σταθεί λογικά και ιστορικά και να πείσει έναν μη-πιστό για την
αξιοπιστία των κειμένων της Καινής Διαθήκης (ΚΔ);
Σας καλύπτει η απάντηση ότι το Πνεύμα ήταν
εκείνο που καθοδήγησε στον καθορισμό των βιβλίων; Αν σας καλύπτει απλά πατήστε
το “x” επάνω δεξιά – δεν υπάρχει λόγος να συνεχίσετε την ανάγνωση του υπολοίπου,
και ούτε σκοπός μου εδώ είναι να σκανδαλίσω κανέναν στην πίστη του.
Ξέρουμε τα πάντα γύρω από θεολογία, για τα
πιο βαριά πνευματικά ζητήματα, μπορούμε να πούμε απ’ έξω τα βιβλία της ΚΔ (και
αντίστροφα) αλλά όταν ένας αμφισβητήσει την αξιοπιστία των κειμένων της
πελαγώνουμε και δεν ξέρουμε τι να πούμε, όχι τόσο σ’ αυτόν αλλά στον ίδιο μας
τον εαυτό. Καταρχήν, με την έννοια αξιοπιστία εδώ εννοώ το να έχουμε για ένα
κείμενο, γεγονός ή πρόσωπο, επαρκείς και ικανοποιητικές αποδείξεις ότι είναι
αυτό που παρουσιάζεται σε εμάς. Στο παρόν άρθρο εξετάζω την αξιοπιστία των
κειμένων της ΚΔ με την έννοια του αν τα βιβλία που περιέχονται στην ΚΔ είναι
αληθινά, έγκυρα, μπορεί κανείς να τα εμπιστευτεί ότι είναι αυτά τα σωστά και όχι
κάποια άλλα. Είμαι της άποψης ότι ένα τέτοιο ερώτημα είναι
βάσιμο και οι λογικές απαντήσεις επιθυμητές επειδή η πίστη πρέπει να στηρίζεται
και σε λογικά θεμέλια. Εκτός του ότι ο Θεός προίκισε τον άνθρωπο με τη λογική
ικανότητα - και αν θέλετε να το πούμε και αλλιώς, είναι κάτι που διαχωρίζει τον
άνθρωπο απ’ τα υπόλοιπα ζώα - αν δεν χρησιμοποιούμε αυτό το εφόδιο, τότε γιατί
να μην ασπαστούμε και το οτιδήποτε που δεν έχει αναφορά στη λογική π.χ. και τις
διάφορες συνομωσιολογικές θεωρίες του σωρού, ότι μας ψεκάζουν ή ότι δεν είμαστε
άνθρωποι αλλά κρυμμένες σαύρες; Κατά τη γνώμη μου, πιστεύει κανείς σωστά όταν
διερευνά την πίστη του με κάθε σίγουρο στοιχείο. Είναι αυτό που έλεγε ο Χιούμ
ότι ο σώφρων ρυθμίζει την πίστη του ανάλογα με τα τεκμήρια.
Αλλά εδώ φυσικά μπαίνει η προαίρεση. Αν δεν
θες να αποδεχθείς κάτι (ή διότι δεν σε συμφέρει ή διότι φοβάσαι να το
αποδεχθείς κλπ.), όσες αποδείξεις και να σου φέρουν θα έχεις κλειστά τα μάτια
σου. Δικαίωμά σου να αποδέχεσαι ό,τι θέλεις. Να ξέρεις όμως πώς έχουν τα
πράγματα. Και αν δεν μπορείς τίποτε περισσότερο να προσθέσεις, σημαίνει ότι
έφτασες σε ένα σημείο που πρέπει να τοποθετηθείς ενσυνείδητα μπροστά σε αυτό το
θέμα. Ο άνθρωπος πιστεύει καλύτερα σε ψέματα που
τον ικανοποιούν παρά στην αλήθεια που τον κάνει να αισθάνεται άβολα.
Η mainstream άποψη που βρίσκεται στο top 10 των απόψεων που πρέπει να έχει ένα άτομο
αν θέλει να είναι in γύρω από ό,τι έχει να κάνει με τη θρησκεία, το
«δεν υπήρχε ως ιστορικό πρόσωπο ο Ιησούς». Τα πρώτα βήματα λοιπόν για τον καθορισμό της
λεγόμενης Καινής Διαθήκης έγιναν στις αρχές περίπου του 2ου αι. μ.Χ. οπότε και
υπάρχουν μαρτυρίες για την κυκλοφορία δύο συλλογών χριστιανικών βιβλίων στην
τότε εκκλησία.[1] Δεν έγιναν από κανένα αρχιεπίσκοπο. Ο καθορισμός της Καινής Διαθήκης είχε ήδη αρχίσει από τις αρχές περίπου του 2ου αι.
μ.Χ. όταν τα τέσσερα ευαγγέλια αποτέλεσαν από πολύ νωρίς μια συλλογή που έγινε
αρχικά γνωστή σαν «το Ευαγγέλιο». Αυτή η συλλογή δεν ήταν εγκεκριμένη από
κάποιον επίσκοπο της εποχής, αλλά αντίθετα ήταν τόσο αυταπόδεικτη στην
Εκκλησία, που οι επίσκοποι απλά αναγνώρισαν αυτό το πράγμα (π.χ. ο Ειρηναίος).
Και ας μη ξεχνάμε ότι τα συγκεκριμένα ευαγγέλια γράφτηκαν σε μια εποχή που
βρίσκονταν εν ζωή πολλοί από εκείνους που μπορούσαν να θυμηθούν τι είπε και τι
έκανε ο Χριστός. Και φυσικά δεν ήταν εύκολο, όπως μερικοί συγγραφείς νομίζουν,
να εφεύρει κάποιος λόγια ή έργα του Ιησού σε κείνα τα πρώτα χρόνια, τη στιγμή
που υπήρχαν τόσοι μαθητές του, που μπορούσαν να θυμηθούν τι συνέβηκε και τι
όχι. Όπως παρατηρεί ο καθηγητής Βιβλικής Κριτικής και Εξήγησης στο Πανεπιστήμιο
του Μάντσεστερ F. F. Bruce: «Οι πρώτοι χριστιανοί πρόσεχαν πολύ στο να διαχωρίζουν τα λόγια του Ιησού
απ’ τις δικές τους αντιλήψεις ή κρίσεις π.χ. ο Παύλος όταν συζητάει τα επίμαχα
θέματα του γάμου και του διαζυγίου, στην Α’ Προς Κορινθίους Επιστολή 7, είναι
πολύ προσεκτικός στο να διαχωρίσει τη δική του συμβουλή πάνω στο θέμα απ’ τον
αποφασιστικό κανόνα του Κυρίου: «Λέγω εγώ, ουχί ο Κύριος» και «ουκ εγώ, αλλά ο
Κύριος». Δεν ήταν μόνο οι γνωστοί αυτόπτες μάρτυρες, τους οποίους οι πρώτοι
κήρυκες έπρεπε να συμβουλεύονται. Υπήρχαν κι άλλοι, λιγότερο γνωστοί, γνώστες
όμως των κύριων γεγονότων της διακονίας και του θανάτου του Ιησού. Οι μαθητές
δεν ανέχονταν να ρισκάρουν με ανακρίβειες (για να μη μιλήσουμε για εσκεμμένη
τροποποίηση γεγονότων), οι οποίες θα έρχονταν στο φως από εκείνους, οι οποίοι
θα ήταν πάρα πολύ ευτυχείς να το κάνουν. Αντίθετα, ένα απ’ τα σταθερότερα
στοιχεία του πρώτου αποστολικού κηρύγματος είναι η πιστή επίκληση της γνώσης
των ακροατών. Δεν έλεγαν μόνο, «Είμαστε μάρτυρες αυτών των πραγμάτων» αλλά και
«καθώς και εσείς εξεύρετε» (Πράξεις Αποστόλων 2, 22)». Το ότι κι άλλα ευαγγέλια κυκλοφορούσαν εξίσου
νόμιμα στην εκκλησία δεν προκύπτει από πουθενά. Αντίθετα υπάρχει μαρτυρία από
το 115 μ.Χ. του Ιγνάτιου, επισκόπου της Αντιοχείας[2], που αναφέρεται στα
γνωστά σε μας ευαγγέλια ότι ήταν τα μόνα αναγνωρισμένα στους κύκλους της
Εκκλησίας. Kαι παλιότερη ακόμα από το 95 μ.Χ. του Κλήμη της Ρώμης που αναφέρει
τουλάχιστον οχτώ βιβλία της ΚΔ [3]. Οι συνελεύσεις που λένε, έγιναν πολύ αργότερα
και δεν έκαναν κάτι ιδιαίτερο απλώς κωδικοποίησαν ό,τι ήδη ήταν αποδεκτό σ’
αυτές τις κοινότητες.
Άρες μάρες κουκουνάρες λοιπόν λένε τα «ευαγγέλια»
εκείνα που ο καθένας προσπαθεί από μόνος του να τα θεωρήσει αξιόπιστα χωρίς
οποιαδήποτε άλλη αναφορά πέρα από το ότι σχετίζονται με τα γεγονότα της εποχής
του Χριστού. Θυμάστε πόσα πράγματα δεν θεωρήθηκαν για κάποιο διάστημα αξιόπιστα
(π.χ. η. Ιερά Σινδόνη) μέχρι να αποδειχτεί τελικά η αναξιοπιστία τους.
[1] Bruce, F.F., Τα κείμενα της Καινής Διαθήκης, είναι αξιόπιστα άραγε; Αθήνα: Πέργαμος,
1987, σ. 23.
[2] O Ιγνάτιος, επίσκοπος Αντιοχείας στη Συρία, είναι γνωστός κυρίως ως ο
συγγραφέας 7 επιστολών-γραμμάτων που είχαν εξαιρετική επιρροή στην πρώιμη
εκκλησία. Ήταν προφανώς ανήσυχος για την αντιμετώπιση των διδασκαλιών των δύο
ομάδων: των Ιουδαϊζόντων, οι οποίοι δεν αποδέχονταν την αυθεντία της Καινής
Διαθήκης (αν και η ΚΔ δεν είχε συγκροτηθεί την περίοδο εκείνη)·και των Δοκητών,
οι οποίοι έκριναν ότι τα βάσανα και ο θάνατος του Χριστού ήταν μόνο
φαινομενικά. Οι επιστολές-γράμματα αυτές παραθέτονται συχνά για να δείξουν τι
πεποιθήσεις υπήρχαν στην πρώιμη εκκλησία. Οι επιστολές-γράμματα αυτές μπορούν
να βρεθούν εδώ.
[3] Οι αναφορές αυτές υπάρχουν στην
επιστολή-γράμμα του προς τους Κορινθίους και μπορεί να βρεθεί εδώ. Χαρακτηριστικά θα αναφέρουμε ορισμένα:
Ο
Κλήμης γράφει: For
thus He spoke: «Be merciful, that you may obtain mercy; forgive, that it may be
forgiven to you; as you do, so shall it be done to you; as you judge, so shall
you be judged; as you are kind, so shall kindness be shown to you; with what
measure you measure, with the same it shall be measured to you». Αυτό είναι μια παράθεση από το Ευαγγέλιο του Ματθαίου 7, 2. Επίσης, σε
ένα άλλο σημείο γράφει: For
[the Scripture] says, «Eye has not seen, nor ear heard, neither has it entered
into the heart of man, the things which He has prepared for those who wait for
Him». Αυτό είναι μια παράθεση από την Α’ Κορ. 2, 9.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου