Του Κωστή Κοσμέα
«Αδυνατώ να πιστέψω κάτι για το οποίο δεν έχω την παραμικρή ένδειξη, δεν στέκει σε καμία λογική διεργασία κι έρχεται συχνά σε άμεση σύγκρουση με τα ευρήματα και τις μεθόδους της επιστήμης», «Δεν υπάρχει καμία εμπειρική απόδειξη για την ύπαρξη του θεού», «πιστεύω μόνο τα μάτια μου» είναι συνήθως αυτά που ακούμε από τους περισσότερους ανθρώπους για το γιατί δεν πιστεύουν στο Θεό (ή για την ακρίβεια προσπαθούν να απαλλαγούν από αυτό το ζήτημα βρίσκοντας καταφύγιο πίσω από ισχυρά άλλοθι).
Αυτό το πράγμα όμως που ακούγεται σχεδόν παντού είναι νοηματικά ΤΕΛΕΙΩΣ λάθος, το να θες δηλαδή να πιστέψεις μόνο σε κάτι που αποδεικνύεται λογικά. Πιστεύεις σε κάτι που ΔΕΝ βλέπεις, που ΔΕΝ έχεις εμπειρική απόδειξη για την ύπαρξή του. Γι’ αυτό πιστεύεις σ’ αυτό.
Ειδάλλως δεν θα πίστευες. Θα οδηγούσε τη γνώση του κατά κάποιο τρόπο αναγκαστικά. Σύμφωνα με το διαπιστωμένα καλύτερο ορισμό που έχει διατυπωθεί ποτέ για την πίστη, πίστη σημαίνει «ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ού βλεπομένων». Συνεπώς το ότι δεν πιστεύω στο Θεό επειδή δεν έχω κάποια λογική απόδειξη για την ύπαρξή του (με την έννοια ότι αν είχα λογική απόδειξη θα… πίστευα) είναι μια πρόταση άτοπη. Επίσης, το να δεχόσουνα μόνο κάτι που μπορεί να αποδειχτεί – ουτοπικές απόψεις τύπου Ρίτσαρντ Ντόκινς – κάτι τέτοιο θα ήταν εξαιρετικά εμποδιστικό στη ζωή μας. Δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε βήμα. Για να μπεις σε ένα ασανσέρ, θα έπρεπε να φωνάξεις πρώτα το μηχανικό να σου αποδείξει ότι το ασανσέρ που πρόκειται να χρησιμοποιήσεις δεν θα πέσει ή ο οδηγός του λεωφορείου ότι θα οδηγήσει το λεωφορείο στην καθορισμένη πορεία του και δεν θα σε πάει από αλλού λόγω απροσεξίας ή λόγο απειρίας ή ότι τα πράγματα θα συνεχίσουν να υπάρχουν στο μέλλον όπως υπήρχαν στο παρελθόν: η επόμενη αναπνοή μας δεν θα μας πνίξει, το πάτωμα δεν θα καταρρεύσει στο επόμενο βήμα μας – και εκατοντάδες άλλα πράγματα αυτού του είδους. Για ποιους λόγους τα πιστεύουμε; Είναι πολύ δύσκολο να βρούμε κάποιο καλό λόγο. Την πίστη καθαυτή τη χρησιμοποιούμε συνεχώς στη ζωή μας. Ακόμα και χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Πιστεύουμε σε πράγματα σε κάθε μας βήμα, κάθε στιγμή. Σε πράγματα που δεν μπορούν να γίνουν αντικείμενο γνώσης των αισθήσεών μας. Εάν, λοιπόν, η εντύπωσή μας είναι ότι η πίστη μπορεί να καταστεί προφανής με απολύτως λογικό τρόπο (καταρχήν τότε θα έπαυε να μιλάμε για πίστη) ή ότι για να βιωθεί η ανθρώπινη ζωή αρκεί μόνο η λογική, τότε αναφύονται τρομακτικές δυσκολίες.
Αυτό όμως δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι δίνουμε λευκή επιταγή στην πίστη και εξοβελίζουμε τελείως τη λογική από τη ζωή μας. Και ναι, δυστυχώς, εν έτει 2014, υπάρχουν γύρω μας τέτοιες απόψεις που το υποστηρίζουν αυτό («τα πάντα είναι πνευματικά» ακούμε πολλές φορές, όλα έχουν πνευματική αιτία κ.ά.). Αν ήταν έτσι, τότε δεν θα πρέπει να γελάμε όταν ακούμε για παράδειγμα τον Πατριάρχη Σερβίας να λέει ότι η Κοντσίτα φταίει για τις πλημμύρες στα Βαλκάνια, απλά επειδή ανήκει σε «αντίθετο» δόγμα ή να εξανιστάμεθα όταν η Αθανασία του Αιγάλεω ισχυριζόταν πριν χρόνια ότι η Παναγία έγραφε πάνω στο στήθος της θεία μηνύματα. Και από την πλευρά μου δεν εξεπλάγην καθόλου όταν άκουσα ιδίοις ωσίν ότι το φονικό τσουνάμι στην Ινδονησία έγινε γιατί … τους τιμώρησε ο Θεός για την πανσεξουαλικότητά τους! Τα πάντα είναι πίστη. Και αν θεωρούμε πραγματικά ότι τα πάντα είναι πίστη, τότε δεν μπορούμε να ισχυριζόμαστε ότι το ένα έχει βάση ενώ το άλλο δεν έχει, να χαρακτηρίζουμε «τυφλούς» τους ανθρώπους που πιστεύουν ότι αν περάσουν κάτω από μια εικόνα θα γιατρευτούν ή ότι αν ανέβουν γονατιστοί στον Ιερό Ναό της Ευαγγελίστριας στην Τήνο θα τους βοηθήσει η Θεοτόκος στον προσωπικό Γολγοθά τους. Και εν τέλει, αν ήταν έτσι, αν όλα έχουν πνευματική αιτία, τότε να μην καταφεύγουμε στο γιατρό όταν είμαστε άρρωστοι. Αν δεν υπάρχει κάποιο αντικειμενικό κριτήριο με βάση το οποίο να μπορούμε να κρίνουμε τις προσωπικές μας πεποιθήσεις, αν η λογική εξοβελίζεται ως εργαλείο και κινούμαστε αποκλειστικά με κριτήρια πέραν της λογικής, τότε ο δρόμος ανοίγει στις πιο απίθανες υποθέσεις και δεν υπάρχει κανένα κριτήριο που να λέει ότι δεν είναι εξίσου βάσιμο η πίστη στο Θεό με την πίστη στο μάτι, τις κρυμμένες αδελφότητες, εξωγήινους, αεροψεκασμούς και νεράιδες (ή όλα αυτά μαζί). Και αν αυτό αφορά την προσωπική ζωή του καθενός, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα – ο καθένας είναι ελεύθερος να κάνει και να πιστεύει ό,τι θέλει –, αν σε μια ορισμένη αρρώστια κάποιος θα επιλέξει να πάει στον γιατρό ή θα θεωρήσει ότι… τον τιμωρεί ο Θεός. Όταν όμως η πίστη συναντά την εξωστρέφεια, τότε τα πράγματα μπορούν ενίοτε να γίνουν και επικίνδυνα – και είναι σε αυτό το σημείο που μπορεί να γεννηθεί ο φονταμενταλισμός.
Η συζήτηση αυτή προφανώς δεν είναι καινούργια αλλά είναι πτυχές ενός ζητήματος που απασχολεί το θρησκευόμενο κόσμο (και όχι μόνο αυτόν) τουλάχιστον από τον Θωμά τον Ακινάτη και έχει οδηγήσει στις μεγαλύτερες φιλοσοφικές τιτανομαχίες. Η συζήτηση όμως αυτή αναζωπυρώθηκε τα τελευταία χρόνια με την κατάρρευση των προσδοκιών του Διαφωτισμού, της απόλυτης πίστης στη δύναμη του ορθού λόγου. Σε μια περίοδο προφανώς που ο δυτικός κόσμος έχει εμποτιστεί από την απογοήτευση και την αντίδραση απέναντι στην απόλυτη κυριαρχία της λογικής το πεδίο ανοίγει για τις πιο απίθανες υποθέσεις και έχει ρίξει τον κόσμο στους πιο παράλογους συνδυασμούς. Σήμερα, όχι μόνο στα χωριά αλλά και στους ουρανοξύστες των πόλεων, πλάι στον 21ο ζουν ακόμα ο 10ος και ο 13ος αιώνας. Εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι χρησιμοποιούν το ηλεκτρικό ρεύμα χωρίς να έχουν πάψει να πιστεύουν στο μάτι. Επιστήμονες ιατροί πιστεύουν σε κρυμμένες αδελφότητες και αεροψεκασμούς. Οι πιλότοι, που κυβερνούν τα πιο σύγχρονα αεροσκάφη φτιαγμένα από τη μεγαλοφυΐα του ανθρώπου, φορούν φυλαχτά κάτω από τα μπουφάν τους.
Προσοχή, δεν μιλάω εδώ για την πίστη αυτή καθαυτή ως φαινόμενο αλλά για την πίστη σε κάτι. Γιατί να με ενδιαφέρει να έχω τεκμήρια για την πίστη μου; Εκτός του ότι, αν σας ικανοποιεί αυτό, ο Θεός μας έδωσε τη λογική ικανότητα, τη λογική/υπολογιστική/αναλυτική δηλαδή ικανότητα (αλλιώς γιατί να μας την έδινε;), έτσι, με το να έχω τεκμήρια για την πίστη μου, είναι περισσότερο πιθανό ότι θα είναι αληθής και διότι έτσι είμαστε πιο σίγουροι ότι είναι αληθής. Και τα δύο είναι σημαντικά. Θέλουμε οι πίστεις μας να είναι αληθείς, επειδή τις χρησιμοποιούμε για να κατευθύνουμε τις πράξεις μας και οι πράξεις που κατευθύνονται από αληθείς πίστεις είναι, γενικώς, πιο αποτελεσματικές. Ας πάρουμε το πιο απλό παράδειγμα για να το καταλάβουμε. Ας συγκρίνουμε τις πράξεις και το βαθμό αποτελεσματικότητας δύο ανθρώπων που και οι δύο επιθυμούν να πιούν μπύρα: ο ένας πιστεύει – λανθασμένα – ότι η μπύρα είναι στο ψυγείο, ο άλλος πιστεύει – σωστά – ότι είναι ακόμη στο αυτοκίνητο. Και βοηθάει να υποστηρίζουμε τις πίστεις μας με σιγουριά επειδή έτσι προχωρούμε και ενεργούμε δίχως να αμφιταλαντευόμαστε.
ΟΚ. Αφού δεν εξοβελίζουμε τη λογική από την πίστη, πού βρίσκεται τότε η χρυσή τομή μεταξύ τους, θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς. «Τίποτα δεν είναι τόσο συνεπές με το Λόγο όσο η ίδια η άρνηση του Λόγου» είχε πει ο μεγάλος μαθηματικός και φυσικός Μπλεζ Πασκάλ. Η ορθή άσκηση της λογικής σταματά στο σημείο που πρέπει να αναγνωρίσουμε αυτό που βρίσκεται πέρα από αυτήν: το πεδίο της πίστης. Και αντίστροφα: η ορθή άσκηση της πίστης σταματά στο σημείο που πρέπει να αναγνωρίσουμε αυτό που βρίσκεται πέρα από αυτήν: το πεδίο της λογικής ικανότητας και κρίσης.
Ο Κωστής Κοσμέας
είναι μεταπτυχιακός φοιτητής Πολιτικής Επιστήμης και ολοκληρώνει την διατριβή του
επάνω στην πολιτική σκέψη του Jürgen Habermas και του Κορνήλιου Καστοριάδη. Το
άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο ιστολόγιο Ζωή Αγάπης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου