21 Απριλίου 2021

H ιστορικότητα της ανάστασης του Χριστού

Σε άρθρο του με τίτλο «Αναστήθηκε ο Χριστός;» ο γερμανός ιστορικός Jürgen Spiess (Γιούργκεν Σπις) θεωρεί ιστορικά τεκμηριωμένη τη βιβλική μαρτυρία περί ανάστασης του Χριστού.

Τα Ευαγγέλια γράφτηκαν μεταξύ 60 και 100 μ.Χ., μπορούν όμως να θεωρηθούν ιστορικά; «Σαφώς και μπορούν», απαντάει ο Σπις, «οι συγγραφείς τους κάνουν προσπάθεια στην ακρίβεια της περιγραφής τόπου και χρόνου. Θέλουν να αφηγηθούν τι είχε συμβεί». Οι ίδιοι έζησαν σε μικρή χρονική απόσταση από τα γεγονότα που περιγράφουν ή ήταν αυτόπτες μάρτυρες (Λουκάς 1: 2). Τα αρχαιότερα χειρόγραφα Ευαγγελίων που έχουν διατηρηθεί, είναι πολύ πιο παλαιά από εκείνα που κάποιοι ιστορικοί στηρίζονται συνήθως. Κείμενα της Καινής Διαθήκης σε παπύρους χρονολογούνται από τον 4ο  αιώνα, ενώ υπάρχουν και  μεμονωμένα θραύσματα παπύρων από τον 2ο αιώνα. Για παράδειγμα, τα παλαιότερα χειρόγραφα του Τάκιτου ή και του Θουκυδίδη χρονολογούνται τουλάχιστον 800 χρόνια μετά από τα γεγονότα που περιγράφουν.

Όλα τα Ευαγγέλια αναφέρουν ότι ο τάφος του Ιησού βρέθηκε άδειος δύο ημέρες μετά τον ενταφιασμό του. Μάρτυρες υπήρξαν οι στρατιώτες (Ματθ. 28: 11) που τάχτηκαν να τον φυλάξουν, οι γυναίκες (Λουκάς 24: 3) που θέλησαν να αλείψουν, κατά το έθιμο, το σώμα του Ιησού καθώς και κάποιοι μαθητές (Ιωάννης 20: 4 ε.) που ειδοποιήθηκαν από τις γυναίκες. Ο άδειος τάφος δεν αμφισβητήθηκε από τους αντιπάλους των χριστιανών.

Ωστόσο, αμέσως ισχυρίστηκαν ότι οι μαθητές έκλεψαν το πτώμα (Ματθ. 28: 12 ε.), αμφισβητώντας τις βιβλικές περιγραφές περί Ανάστασης: «Οι μαθητές εφηύραν το μήνυμα της ανάστασης για να δικαιολογήσουν τους εαυτούς τους και να αποφύγουν το στιγματισμό τους ως οπαδοί ενός αποτυχημένου αρχηγού». Γι’ αυτόν το λόγο εξαφάνισαν το πτώμα αφήνοντας τον τάφο άδειο. Όμως, πόσο ‘στέκει’ ένα τέτοιο επιχείρημα; Η σταύρωση του Ιησού σήμαινε για τους μαθητές το τέλος όλων των σχεδίων και ελπίδων τους. Στην απελπισία τους, τράπηκαν σε φυγή (Μάρκος 14: 50), κάποιοι αρνήθηκαν ότι γνώριζαν τον Ιησού (Μάρκος 14: 72) και κλείστηκαν μέσα στα σπίτια τους από τον φόβο των Ιουδαίων (Ιωάν. 20: 19). Όλες αυτές οι αντιδράσεις καταδεικνύουν πως οι μαθητές ούτε καν μπορούσαν να φανταστούν εκείνη την στιγμή την ανάσταση. Επίσης, οι πρώτοι μάρτυρες του άδειου τάφου ήταν γυναίκες των οποίων η μαρτυρία κατά τον ραβινικό ιουδαϊσμό θεωρείτο άκυρη. Πόσο πειστική θα ήταν μια ‘στημένη’ ιστορία;

Είναι όμως εντυπωσιακό το γεγονός ότι οι μαθητές δεν κήρυξαν την Ανάσταση σε μια απομακρυσμένη επαρχία, αλλά στην ίδια την Ιερουσαλήμ. Μόνο με μεγάλη δυσκολία θα μπορούσαν να ‘πουλήσουν’ ένα τέτοιο συμβάν στους συνανθρώπους τους, επειδή οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ είχαν βιώσει τον Ιησού ανάμεσά τους λίγες εβδομάδες πριν (Πράξ. 2: 22, «… Αυτά τα ξέρετε εσείς οι ίδιοι πολύ καλά.»). Γι’ αυτό και συχνά η διακήρυξή τους αντιμετωπίστηκε με χλευασμό, εχθρότητα και διωγμό. Πολλοί από τους πρώτους χριστιανούς πλήρωσαν με τη ζωή τους την μαρτυρία τους για την ανάσταση του Ιησού Χριστού. Για μια ψεύτικη ιστορία πόσοι άνθρωποι είναι πρόθυμοι να πεθάνουν; Πρέπει, συνεπώς, να υπήρξε κάτι εντελώς διαφορετικό που έκανε τους άλλοτε φοβισμένους, γεμάτους αμφιβολίες ψαράδες να κηρύττουν μέχρι το τέλος της ζωής τους την ανάσταση του Ιησού στους ακροατές τους (βλ. Πράξεις).

Η πιο σημαντική μαρτυρία για την ανάσταση του Χριστού βρίσκεται στην πρώτη επιστολή του Παύλου στους Κορίνθιους (Α’ Κορ. 15: 3-8). Η επιστολή γράφτηκε το 54-57 μ.Χ., περίπου 20 χρόνια μετά τα γεγονότα της Ιερουσαλήμ. Ο Παύλος επικαλείται μάρτυρες του Αναστημένου, εν μέρει και ονομαστικά, και δηλώνει ότι οι περισσότεροι ακόμη ζουν. Πιστεύει δηλαδή ακράδαντα ότι οι δηλώσεις του αντέχουν κάθε εξέταση, γιατί ήταν αναμενόμενο πως κάποιοι σκεπτικοί Κορίνθιοι θα έκαναν χρήση του δικαιώματος αυτού να τις ερευνήσουν. Στην Ιερουσαλήμ συνομίλησε με τουλάχιστον δύο αυτόπτες μάρτυρες της Ανάστασης, τον Πέτρο και τον Ιάκωβο (Γαλ. 1: 18 ε.). Επομένως, λίγα χρόνια μετά το θάνατο του Ιησού στην Ιερουσαλήμ, πρέπει να υπήρχε δυναμική μαρτυρία της Ανάστασης με σαφή κατονομασία μαρτύρων.

Ο Χριστός εμφανίστηκε αναστημένος σε διαφορετικούς τόπους και χρονικές στιγμές (βλ. Ευαγγέλια, Πράξεις). Δεν εμφανιζόταν απλώς, αλλά συνομιλούσε με ανθρώπους και τους επέτρεπε να τον αγγίξουν. Αυτή η εμπειρία έκανε τους ανθρώπους ν΄ αλλάξουν ριζικά και από διώκτες να μετατραπούν σε ένθερμους οπαδούς. Αν οι μάρτυρες που ο Παύλος αναφέρει δεν συνάντησαν τον Χριστό αναστημένο, τότε αυτά τα περίπου 500 άτομα πρέπει να είχαν πέσει θύματα ψευδαίσθησης του ιδίου περιεχομένου, κάτι που είναι ψυχολογικά αδύνατο. Απαιτούν άλλη εξήγηση οι εμφανίσεις του αναστημένου Χριστού.

Η ανάσταση του Χριστού είναι, όσον αφορά τις μεθόδους της ιστορικής έρευνας, τουλάχιστον τόσο καλά εμπεριστατωμένη όσο τα περισσότερα από τα γεγονότα της αρχαιότητας που σήμερα θεωρούμε αυτονόητο μέρος της ιστορίας μας, εξηγεί ο Σπις. Αν αμερόληπτα εξετάσει κανείς τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία, αυτά μιλούν με μεγάλη πιθανότητα για την ιστορικότητα της ανάστασης του Ιησού.

Ο Ιησούς Χριστός αναστήθηκε από τους νεκρούς, στην Ιερουσαλήμ πριν από 2000 χρόνια. Νίκησε το θάνατο. Όποιος πιστεύει σ' αυτόν, έχει ελπίδα για ζωή που ξεπερνά τον θάνατο. «Αυτό είναι το πιο συναρπαστικό και προκλητικό μήνυμα της παγκόσμιας ιστορίας», καταλήγει ο Σπις.