7 Απριλίου 2010

Τα νεώτερα πειράματα στο CERN στα ίχνη του Δημιουργού;

H αρχαία ιδέα περί ατομικότητας της ύλης, μολονότι ξεχασμένη από την κλασσική περίοδο και μετά, άρχισε μόλις πριν λίγους αιώνες να απασχολεί σοβαρά την επιστήμη. Το αποκορύφωμα της σταδιοδρομίας της ιδέας αυτής είναι τα νέα πειράματα στο Ευρωπαϊκό Ερευνητικό Κέντρο CERN που ξεκίνησαν με επιτυχία στις αρχές Απριλίου. Καθώς η επιστήμη εισχωρεί με δριμύτητα σε νέες δομές, φαίνεται ότι «ανακαλύπτει» αργά αλλά σταθερά τα ίχνη του Δημιουργού.

Το 1911, ο βρετανός φυσικός Έρνεστ Ράδερφορντ, πρότεινε ένα ατομικό μοντέλο το οποίο θεωρούσε το άτομο ως μινιατούρα του ηλιακού συστήματος. Η θετική μάζα του ατόμου βρισκόταν συγκεντρωμένη στον πυρήνα του και γύρω απ’ αυτόν περιστρέφονταν αρνητικά φορτισμένα ηλεκτρόνια. Αν και το μοντέλο που πρότεινε ο Ράδερφορντ δεν απέδιδε σωστά την πραγματική φύση των ατόμων και τροποποιήθηκε στο εξής από την κβαντομηχανική, αποτέλεσε όμως μια είσοδο για την επιστημονική αναζήτηση του υποατομικού κόσμου. Το άτομο δεν ήταν πλέον άτμητο, αποτελείτο από πυρήνα και ηλεκτρόνια. Το ερώτημα, από τι άραγε αποτελείται ο πυρήνας, γρήγορα βρήκε την απάντησή του με την ανακάλυψη του πρωτονίου το 1914 από τον Ράδερφορντ και του νετρονίου το 1932 από τον Τζέημς Τσάντουϊκ. Λίγα χρόνια αργότερα ο γερμανός χημικός Όττο Χαν και ο συνεργάτης του Φρίτς Στράσσμαν έκαναν μια σημαντική ανακάλυψη: ο πυρήνας του ουρανίου-235 είχε την ικανότητα να διασπάται, δηλαδή να υφίσταται «σχάση», με την βοήθεια ενός νετρονίου χαμηλής ταχύτητας, εκλύοντας μαζί με τα δύο τεμάχια σχάσης του πυρήνα του ουρανίου και μερικά νετρόνια μαζί με σημαντικό ποσοστό ενέργειας.

Ο πυρήνας αποτελείται από πρωτόνια και νετρόνια. Από τους νόμους του ηλεκτρισμού γνωρίζουμε, πως όμοια φορτία αποστρέφονται. Συνεπώς, το ερώτημα που τίθεται είναι, ποιά είναι η δύναμη που συγκρατεί τον πυρήνα και δεν εκρήγνυται. Πριν από το 1935 μόνο δύο δυνάμεις της Φύσης ήταν γνωστές: η ηλεκτρομαγνητική δύναμη και η δύναμη της βαρύτητας. Το 1935 ο ιάπωνας φυσικός Χιντέκι Γιουκάβα παρουσίασε την θεωρία της πυρηνικής δύναμης. Έδειξε, πως είναι δυνατόν, όταν πρωτόνια και νετρόνια βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, να παράγουν μια δύναμη έλξης χίλιες φορές μεγαλύτερη από την ηλεκτρομαγνητική,απωθητική δύναμη. Ότι συγκρατείται από την πυρηνική αυτή δύναμη δεν μπορεί να διαχωριστεί από την ηλεκτρομαγνητική δύναμη. Η ισχυρή πυρηνική δύναμη κρατάει σταθερό έναν ατομικό πυρήνα όπου θετικά πρωτόνια και ουδέτερα νετρόνια συνυπάρχουν σε συγκεκριμένη αναλογία. Όταν ένας πυρήνας ανακτά αναλογίες έξω από την περιοχή σταθερότητας δεν παραμένει σταθερός. Μικρά σωματίδια «βήτα» (που αποτελούνται από ηλεκτρόνια και αντινετρίνα ή από ποζιτρόνια και νετρίνα) εκπέμπονται υπό την επίδραση της ονομαζόμενης «ασθενoύς» (πυρηνικής) δύναμης ώσπου η αναλογία του πυρήνα προσαρμοσθεί στη σταθερότητα. Η ασθενής δύναμη είναι ξεχωριστή από την πυρηνική δύναμη που σχολιάσαμε προηγουμένως.

Υπάρχουν επομένως, τέσσερις διαφορετικοί και ανεξάρτητοι τρόποι με τους οποίους τα σωματίδια, που συγκροτούν το σύμπαν αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Ο καθένας απ' αυτούς αποτελεί μια ιδιαίτερη παραλλαγή αλληλεπίδρασης, στην Φυσική κοινώς γνωστή ως «θεμελιώδης δύναμη». Μπορούν να ταξινομηθούν, ανάλογα με το μέγεθος ισxύς τους, ως εξής (βλ. πίνακα 1):

Θεμελιώδης δύναμη
Σχετική ισχύς
Πυρηνική
103 = 1000
Ηλεκτρομαγνητική
100 = 1
Ασθενής
10-11 = 0,00000000001
Βαρύτητα
10-39 = 0,000000000000000000000000000000000000001
Πίνακας 1: Θεμελιώδεις δυνάμεις σε σχέση με το μέγεθος ισχύος τους

Η Φυσική όμως δεν παρέμεινε στον πυρήνα. Πίσω από το ερώτημα, τι συγκροτεί την πυρηνική δύναμη ανακάλυψε πως τόσο το πρωτόνιο όσο και το νετρόνιο δεν είναι στοιχειώδη. Στις δεκαετίες του '50 και '60, ανακαλύφθηκε ένας πολύ μεγάλος αριθμός σωματιδίων, μέσω πειραμάτων σκέδασης, που οδήγησε τους επιστήμονες σε μεγάλη σύγχυση. Η τάξη αποκαταστάθηκε όμως και πάλι, όταν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '70 διατυπώθηκε το Καθιερωμένο Μοντέλο (Standard Model), στο οποίο ο μεγάλος αριθμός των σωματιδίων εξηγήθηκε ως ο συνδυασμός άλλων, πιο θεμελιωδών σωματιδίων, των κουάρκ (quarks).

Για να μπορέσουν οι επιστήμονες να εισχωρήσουν βαθύτερα στην πυρηνική δομή πρέπει να εφευρίσκουν όλο και πιο ικανά μέσα παρατήρησης («μικροσκόπια»). Όσο πιο μικροσκοπικά τα αντικείμενα έρευνας, τόσο μεγαλύτερα και ακριβότερα τα μηχανήματα για την ανίχνευσή τους, τόσο και ψηλότερη η απαιτούμενη ενέργεια για την εισχώρηση στον υποατομικό κόσμο (βλέπε πίνακα 2).

Πίνακας 2: Η δομή της ύλης

Από το 1979 έως το 1981 εργάστηκα ως ερευνητής στον επιταχυντή και συσσωρευτικό δακτύλιο DESY του Αμβούργου στη Γερμανία. Την εποχή εκείνη λεπτόνια (ηλεκτρόνια και ποζιτρόνια) επιταχύνονταν με ιλιγγιώδη ταχύτητα για να σκεδάσουν σε συγκεκριμένα σημεία εξαϋλώνοντας, μετατρέποντας την μάζα τους δηλαδή σε ενέργεια, δίνοντας έτσι αφορμή για την «δημιουργία» νέων σωματιδίων. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Πυρηνικών Ερευνών CERN είναι σήμερα το μεγαλύτερο σε έκταση κέντρο πυρηνικών ερευνών και ειδικότερα της Φυσικής Υψηλών Ενεργειών στον κόσμο. Βρίσκεται δυτικά της Γενεύης, στα σύνορα Ελβετίας και Γαλλίας. Ιδρύθηκε το 1954 από δώδεκα ευρωπαϊκές χώρες και σήμερα αριθμεί 20 κράτη-μέλη, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, η οποία είναι και ιδρυτικό μέλος. Η κύρια λειτουργία του CERN αφορά την παροχή επιταχυντών σωματιδίων για την πειραματική έρευνα στο πεδίο της Φυσικής Υψηλών Ενεργειών. Λειτουργούν πολλοί επιταχυντές, ένας εκ των οποίων είναι και ο LHC (Μέγας Επιταχυντής Σύγκρουσης Ανδρονίων), ο οποίος αναπτύσσεται σε υπόγεια κυκλική σήραγγα 27 χιλιομέτρων και επιτρέπει δέσμες πρωτονίων (και αντιπρωτονίων) να επιταχύνονται σε πολύ υψηλές ενέργειες.

Από τις αναμενόμενες συγκρούσεις των πρωτονίων στον
CERN, στη δεδομένη ενέργεια, ελπίζουν οι επιστήμονες ότι θα σχηματισθεί προς το παρόν ένα μη παρατηρήσιμο πλην όμως αναζητούμενο, σωματίδιο Χιγκς (Higgs boson), του οποίου η μη παρατήρηση έως τώρα είναι ένας από τους «χαμένους κρίκους» του Καθιερωμένου Μοντέλου της Φυσικής Υψηλών Ενεργειών. Η πειραματική παρατήρηση του σωματιδίου Χιγκς θα οδηγήσει στην ερμηνεία πώς τα υπόλοιπα στοιχειώδη σωματίδια αποκτούν μάζα κατά το μοντέλο Χιγκς. Η τυχόν επαλήθευση της ύπαρξής του θα αποτελέσει και ένα πολύ σημαντικό βήμα στην αναζήτηση μίας Μεγάλης Ενοποιημένης Θεωρίας που προσπαθεί να ενωποιήσει τρεις από τις τέσσερις θεμελιώδεις δυνάμεις: τον ηλεκτρομαγνητισμό, την ισχυρή αλληλεπίδραση, και την ασθενή αλληλεπίδραση. Το μποζόνιο Χιγκς μπορεί επίσης να βοηθήσει να εξηγηθεί γιατί η απομένουσα αλληλεπίδραση, η βαρύτητα, είναι τόσο ασθενής σε σύγκριση με τις άλλες τρείς θεμελιώδεις δυνάμεις.


Οι πρώτες δέσμες πρωτονίων άρχισαν να κυκλοφορούν στον επιταχυντή τον Σεπτέμβρη του 2008, σύντομα όμως παρουσιάστηκε πρόβλημα στους μαγνήτες του. Τελικά, μόλις πριν από λίγες μέρες, στις 30 Μαρτίου του 2010, σημειώθηκε το ιστορικό ρεκόρ της σύγκρουσης δεσμών με συνδυασμένη ισχύ 7 TeV (τέρα-ηλεκτροβόλτ). Η ενέργεια που δημιουργήθηκε κατά τη σύγκρουση αυτή είναι ίση μ' εκείνη που θα απελευθέρωνε ένα όχημα αν προσέκρουε σε τοίχο με την ταχύτητα του ήχου!

Σ' ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στην βρετανική εφημερίδα "Γκάρντιαν" στις 30 Ιουνίου 2008, την εποχή όπου δημιουργήθηκαν φήμες πως τα πειράματα στο CERN πιθανώς να οδηγούσαν σε «μαύρη τρύπα» στην οποία ίσως και να εξαφανιζόταν ολόκληρος ο πλανήτης μας, ο Μίτσιο Κάκου [1], καθηγητής Φυσικής στο Πανεπιστήμιο Σίτι της Νέας Υόρκης, υποστήριξε τον επιταχυντή του CERN ως μια κρίσιμη επένδυση. «Ευρωπαίοι και Αμερικανοί δεν θα επένδυαν δέκα δισεκατομμύρια δολάρια σε ένα κύλινδρο για τίποτα», δήλωσε. «Εξερευνούμε τις απαρχές της φυσικής και της κοσμολογίας με τον επιταχυντή γιατί θέλουμε να έχουμε ένα παράθυρο στη δημιουργία, να αναπαράγουμε ένα μικρό κομμάτι της Γένεσης για να ξεκλειδώσουμε μερικά από τα μεγαλύτερα μυστικά του σύμπαντος».

Όχι μόνο βοηθάει η έρευνα αυτή στο να ανιχνεύσουμε τις πρώτες στιγμές της Δημιουργίας, αλλά μας δίνει την δυνατότητα να εισχωρήσουμε και στα ίδια τα μυστήρια της ύλης για να επαληθευτούν αυτά που η προς Εβραίους Επιστολή περιγράφει για τον Χριστό: «… φέρων τε τα πάντα τω ρήματι της δυνάμεως αυτού (1/3)».

Ο καθηγητής Χανς Ρόρμπαχ [2] δίνει μια κατανοητή εξήγηση: «… Σήµερα έχουµε µια τελείως διαφορετική αντίληψη περί ύλης, σε σχέση με την παλιά αντίληψη της μηχανιστικής-αιτιοκρατικής εποχής. Η ύλη, όπως η επιστήμη τώρα δέχεται, ισοδυναμεί µε ενέργεια. Όμως ξέρουμε τί είναι αυτό που ονομάζουμε ενέργεια; Ξέρουµε απλώς πώς «ενεργεί» και τί μπορούµε να κάνουµε µ' αυτήν, χωρίς να μπορούµε να περι­γράψουµε τη φύση της. Ένα τεμάχιο ύλης - και το σώµα µας είναι ένα µέρος ύλης - πρέπει να το θεωρήσουµε ως µεγάλη συρροή πολλών στοιχειωδών σωματιδίων. Μόνο µέσω της πολύ γρήγορης αλλά τακτικής κίνησης αυτών των σωματιδίων προέρχεται η οπτική αίσθηση της ύλης. Τώρα, µπορεί να αντιτάξει κανείς, ότι τουλάχιστον αυτά τα μικρά τεµάχια, τα στοιχειώδη σωματίδια, από τα οποία αποτελούνται τα άτοµα, τα µόρια, η ύλη στο σύνολό της, είναι κάτι το υλικό. Αλλά δεν είναι έτσι αυτό. Ακόµη και τα σωματίδια που ισοδυναμούν µε ενέργεια, µπορεί να παροµοιαστούν µε τα­λαντώσεις. Όµως, πρέπει να έχει κανείς υπ' όψη, ότι τέτοια παροµοίωση µόνο κατά µέρος αντιστοιχεί στην πραγµατικότητα. Αν θεω­ρήσουµε την ενέργεια ως µορφή ταλαντώσεων, τότε πρέπει να κατανοήσουμε πως δεν υπάρχει µέσο το οποίο ταλαντεύεται, όπως λ.χ. ο αέ­ρας στα ηχητικά κύµατα ή το νερό στα υδάτινα κύματα. Πρόκειται για κύµατα χωρίς µέσο. Η ύλη συνίσταται λοιπόν από ταλαντώσεις χωρίς να υπάρχει φορέας. Ομολογώ πως δεν είναι εύκολο να µπεί κανείς σ' αυτόν τον τρόπο σκέψης. ...

«Αν κανείς ρωτήσει τί βρίσκεται πέρα από το όριο αυτό, δηλαδή, τί παράγει αυτές τις ταλαντώσεις, τις οποίες θεωρούμε χωρίς να μπορούμε να εξη­γήσουµε, τότε υπάρχουν δυο δυνατές απαντή­σεις. Η µια είναι: «Από το τίποτα». Κάθε άθεος ή µηδενιστής µπορεί να υποθέσει, µε βάση την επιστηµονική γνώση, πως ο κόσµος έγινε από το τίποτα. Η άλλη είναι: «Από την αόρατη πραγµατι­κότητα του Θεού». Όποιος πιστεύει, πως υπάρ­χει Δηµιουργός και πως αυ­τός ο Δηµιουργός όχι µόνο έπλασε τον κόσµο, αλλά και τον διατηρεί, µπορεί να ολοκληρώσει την επι­στηµονική γνώση ως εξής: Αυτές οι ταλαντώ­σεις είναι το αποτύπωµα του Θεού, προέρχονται από Εκείνον και αποτελούν στον χώρο και τον χρόνο, την Δηµιουργία του.

«Και οι δυό εξηγήσεις, τόσο αυτή του πιστού όσο και αυτή του άπιστου, ούτε δι­καιολογούνται αλλά ούτε και αµφισβητούνται επιστηµονικά. Στηρίζονται και οι δυό σε µια επιλογή πέρα από το την επι­στηµονική γνώση. Ολοκληρώνεται η σηµερινή αντίληψη για τη Φύση τόσο µε την θεµελίωσή της στην ανυπαρξία όσο στην αόρατη πραγµατικότητα του Θεού; Προσωπικά πιστεύω στην δεύτερη δυνατό­τητα, της ύπαρξης του Δημιουργού, και καταλείγω στο τελικό μου επιχείρημα, την απόδειξη ότι η πραγματικότητα των θαυµάτων δεν αντιφάσκει στην επιστηµονική γνώση.» Και συνεχίζει: «Η σύγχρονη γνώση µας περί ύλης συνοψίζεται ως εξής: Η ύλη ισοδυναµεί µε ενέργεια, δεν είναι στατική, «γίνεται». Εκεί που η επιστηµονική γνώση φτάνει σε όριο, ο πιστός διαθέτει μια επιπλέον πηγή γνώ­σης, πέρα από την επιστήμη. Διαθέτει το «όργανο» της πίστης, το οποίο, µε την σιγου­ριά του επιστηµονικού πειράµατος, τον βοηθά να γνωρίζει τον Θεό. Πολλοί δυστυχώς δεν το καλ­λιεργούν όπως την διάνοιά τους, αλλά το αφή­νουν να µαραθεί. Το όργανο αυτό της πίστης καλιεργείται με το να εκθέτουμε τον εαυτό μας στον Λόγο του Θεού …».

Μήπως, καθώς η επιστήμη εισχωρεί με δριμύτητα σε νέες δομές, «ανακαλύπτει» αργά και σταθερά τα ίχνη του Δημιουργού;

Σημειώσεις

[2] Hans Rohrbach, Η επιστήμη και τα θαύματα της Βίβλου, Aθήνα, 2η ανανεωμένη και διορθωμένη έκδοση, 2010 (σε pdf).