20 Σεπτεμβρίου 2021

Η επιθυμία του Θεού

Blaise Pascal
Η Απολογητική ασχολείται συχνά με επιχειρήματα περί ύπαρξης του Θεού που συνεπάγονται μια έκκληση στη λογική. Όμως υπάρχουν κάποια άλλα που περιλαμβάνουν έκκληση στην εμπειρία αναζητώντας την αληθοφάνειά τους τόσο στην ανθρώπινη καρδιά όσο και στην λογική.
O Γάλλος μαθηματικός Blaise Pascal το περιέγραψε ως εξής: «Η καρδιά έχει λόγους, οι οποίοι δεν είναι προσιτοί μέσω της λογικής». Το πιο γνωστό από αυτού του είδους τα επιχειρήματα είναι αυτό που αποκαλείται «επιθυμία του Θεού».

Πρόκειται για το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι ανακαλύπτουν μέσα τους μια λαχτάρα για κάτι που δεν κατέχεται, αλλά του οποίου η έλξη γίνεται ολοένα πιο έντονη. Οι χριστιανοί απολογητές υποστηρίζουν ότι αυτή η βαθιά αίσθηση λαχτάρας για κάθε τι το υπερβατικό βασίζεται στο γεγονός ότι είμαστε πλασμένοι για κοινωνία με τον Θεό. Δεν βρίσκει αλλού εκπλήρωση. Μία από τις πιο αυστηρές θεολογικές εκφράσεις του φαινομένου αυτού την συναντάμε στα γραπτά του ιερού Αυγουστίνου Ιππώνος: Ο Θεός δημιούργησε τα ανθρώπινα όντα και τα τοποθέτησε στην κορυφή της Δημιουργίας, ώστε εκείνα να εκπληρώνουν το σκοπό τους μέσω της απ’ευθείας σχέσης τους με τον ίδιο τον Θεό ως δημιουργό και σωτήρα τους. Χωρίς μια τέτοια προσωπική σχέση, η ανθρωπότητα δεν μπορεί να είναι αυτό που προορίστηκε να είναι. Στην γνωστή προσευχή του ο Αυγουστίνος το εκφράζει ως εξής: «Μας δημιούργησες  για τον εαυτό Σου και οι καρδιές μας είναι ανήσυχες μέχρις ότου βρουν την ανάπαυσή τους σε Σένα»[1]. Η λαχτάρα για το θείο είναι συνεπώς «κλεισμένη» κατά κάποιον τρόπο μέσα στον άνθρωπο. Φωτίζει την ανθρώπινη φύση και αποκαλύπτει τον τελικό μας στόχο που (για τον Πασκάλ) είναι ο Θεός. «Τι άλλο μας δείχνει αυτή η λαχτάρα και ανικανότητά μας να βρούμε την εκπλήρωσή της αλλού, από το ότι υπήρχε κάποτε σε κάθε άτομο μια αληθινή ευτυχία, στην οποία το μόνο που απομένει είναι ένα ίχνος; ... Η άπειρη αυτή άβυσσος μπορεί να γεμίσει μόνο με κάτι άπειρο και αμετάβλητο - με άλλα λόγια, από τον ίδιο τον Θεό. Μόνο ο Θεός είναι το πραγματικό μας αγαθό»[2].

Επίσης, ο βρετανός συγγραφέας και απολογητής C. S. Lewis (Λούις) αναγνωρίζει τη σημασία τέτοιων μάταιων φιλοδοξιών σε πολλούς: «Υπήρξε κάτι που νιώσαμε εκείνη την πρώτη στιγμή της λαχτάρας, και που δεν εξαφανίζεται έτσι απλά»[3]. Το επιχείρημα του Λούις περί «επιθυμίας του Θεού» διατυπώνει όμορφα ο βρετανός επιστήμονας και θεολόγος Alister McGrath (Άλιστερ ΜακΓκράθ) ως εξής[4]:

1. Κάθε φυσική επιθυμία έχει ένα αντίστοιχο αντικείμενο και ικανοποιείται μόνο όταν αυτό επιτευχθεί ή βιωθεί.

2. Υπάρχει μια φυσική επιθυμία για υπερβατική εκπλήρωση, η οποία δεν μπορεί να επιτευχθεί ή να βιωθεί με οτιδήποτε στον παρόντα κόσμο.

3. Αυτή η φυσική επιθυμία για υπερβατική εκπλήρωση μπορεί επομένως να γίνει πραγματικότητα μόνο πέρα ​​από τον παρόντα κόσμο, σε έναν κόσμο προς τον οποίο δείχνει η παρούσα τάξη πραγμάτων.

Κατά τον Λούις αποτελεί ο Θεός την ουσιαστική προϋπόθεση για την ικανοποίηση της ανθρώπινης επιθυμίας για υπερβατική εκπλήρωση. Η χριστιανική πίστη το ερμηνεύει αυτό ως ένδειξη για την κατανόηση του πραγματικού στόχου της ανθρώπινης φύσης. Ο Λούις υποστηρίζει ότι οι περισσότεροι άνθρωποι νιώθουν μια βαθιά αίσθηση λαχτάρας μέσα τους η οποία δεν μπορεί να ικανοποιηθεί με κάτι παροδικό ή φθαρτό: «Αν ανακαλύψω στον εαυτό μου επιθυμία την οποία καμία εμπειρία στον κόσμο αυτό δεν μπορεί να ικανοποιήσει, η πιο πιθανή εξήγηση είναι ότι φτιάχτηκε για έναν άλλο κόσμο»[5].

Τρία σημεία πρέπει να επισημάνει κανείς σχετικά με αυτήν την απολογητική προσέγγιση, εξηγεί ο ΜακΓκράθ :

Πρώτον, συνδέεται με μια κοινή ανθρώπινη εμπειρία και συμμετέχει σε κάτι που έχει απήχηση σε πολλούς ανθρώπους. Προσφέρει εξήγηση για ένα συναίσθημα που πολλοί ανακαλύπτουν μέσα τους αλλά αναρωτιούνται τι σημαίνει.

Δεύτερον, η εμπειρία αυτή βρίσκει την ερμηνεία της. Δεν πρόκειται για μια τυχαία, χωρίς νόημα εμπειρία, αλλά για κάτι που δείχνει ότι η απάντηση βρίσκεται πέρα ​​από την ίδια την εμπειρία. Αυτό που κάποιοι ίσως να θεωρούν άσκοπη αναζήτηση σημασίας σε μια ενδόμυχη ανθρώπινη αναζήτηση, ξαφνικά αποκτά νόημα και εξήγηση.

Τρίτον, η εμπειρία αυτή εκδηλώνεται ως πύλη γνωριμίας με τον Θεού, επειδή μόνον ο Θεός είναι σε θέση να επιφέρει τον μετασχηματισμό της ανθρώπινης εμπειρίας. Μόνο ο Θεός είναι σε θέση να γεμίσει αυτό που ο Πασκάλ ονομάζει «άβυσσο» της ανθρώπινης φύσης. Δεν πρόκειται για οπορτουνιστική ή αυθαίρετη ερμηνεία της ανθρώπινης εμπειρίας αλλά για μια αυστηρά θεολογική κατανόηση της ανθρώπινης φύσης και του προορισμού της, αυτό που η Γαλλίδα φιλόσοφος Chantal Milon-Delsol αποκαλεί «επιθυμία της αιωνιότητας».

Υπάρχει λοιπόν κάτι στην ανθρώπινη φύση που ξεπερνάει τη λογική και τα όρια των εμπειριών μας, στην αναζήτηση νοήματος και σημασίας για την ύπαρξή μας και τον κόσμο. Αυτό μόνον ο Θεός είναι ικανός να εκπληρώσει!


[1] Αυγουστίνος Ιππώνος, Εξομολογήσεις, τομ. A’, κεφ. 1.

[2] Blaise Pascal, Σκέψεις, σ. 113 (αγγλ. έκδοση).

[3] C. S. Lewis, Mere Christianity (London: HarperCollins, 2002), σ. 134-38.

[4] Alister McGrath, Mere Apologetics, (Λονδίνο: SPCK, 2016), σ. 110.

[5] Lewis, ομ., σ. 136-37.

8 Σεπτεμβρίου 2021

Φύση και βάση της Ηθικής

Στο βιβλίο τους με τίτλο «Αυτό που μας καθιστά ανθρώπους»[1] ο θεολόγος Ντέιβιντ Γκούντινγκ και ο μαθηματικός Τζον Λένοξ επισημάνουν στοιχεία που συντελούν σ’ αυτό που κοινώς ονομάζεται «ηθικό συναίσθημα», αναπόσπαστο μέρος της ανθρώπινης φύσης.

Το αίσθημα δικαιοσύνης

Το έμφυτο αίσθημα δικαιοσύνης το συναντάμε ήδη στα πολύ μικρά παιδιά. Δύο αδέλφια παίζουν και ο μεγαλύτερος αρπάζει το παιχνίδι του νεότερου αρνούμενος να του το επιστρέψει, προκαλώντας τις κραυγές του μικρού. Η μητέρα, ακούγοντας τον καβγά, μπαίνει στο δωμάτιο τη στιγμή που το μικρότερο παιδί χτυπάει τον αδερφό. Δεν είδε πώς άρχισε ο καβγάς και ότι ο μεγαλύτερος τον προκάλεσε. Έτσι τιμωρεί τον μικρότερο. Εκείνος διαμαρτύρεται κλαίγοντας: «Είναι άδικο, δεν έφταιγα εγώ!» Διερωτάται κανείς, από πού πήρε το μικρό παιδί την ιδέα ότι ο κόσμος πρέπει νάναι δίκαιος; Όμως, το αίσθημα δικαιοσύνης υπάρχει μέσα μας, αν και η μακροχρόνια εμπειρία αδικιών στον κόσμο τείνει να σκληρύνει την ευαισθησία μας και κάποιες φορές μας κάνει να γινόμαστε κυνικοί προς τους άλλους.

Το αίσθημα αισθητικής

Δεν το επινοήσαμε εμείς το αίσθημα αυτό. Γεννηθήκαμε έτσι. Όμως το εκτιμούμε γιατί μαζί με την ομορφιά εικόνων γύρω μας είναι αυτό που μας επιτρέπει να απολαύσουμε αυτή την ομορφιά και να αποστραφούμε την ασχήμια. Το ότι θεωρούμε ένα τριαντάφυλλο «όμορφο» είναι άκρως υποκειμενικό αίσθημα, αλλά όταν το δείχνουμε σε άλλους, περιμένουμε από αυτούς να συμφωνήσουν ότι είναι όμορφο. Συνεπώς, αν η εκτίμηση ομορφιάς είναι μια εξαιρετικά υποκειμενική εμπειρία, υπάρχουν κάποια αντικειμενικά κριτήρια που μας κάνουν να αποφασίζουμε σχετικά με το τι είναι όμορφο και τι όχι. Το πιο σημαντικό είναι ότι υποθέτουμε πως και οι άλλοι έχουν τα ίδια εγγενή κριτήρια περί αντίληψης ομορφιάς. Εάν μερικοί άνθρωποι δεν τα έχουν, ή προτιμούν την ασχήμια, πιστεύουμε ότι πάσχουν από αχρωματοψία ή κάποια εγκεφαλική διαταραχή που δεν τους επιτρέπει να αντιλαμβάνονται σωστά σχήματα και χρώματα.

Η γλωσσική ικανότητα

Η εγγενής μας γλωσσική ικανότητα παλαιότερα θεωρείτο ότι εξελίχθηκε από τις κραυγές των ζώων. Όταν κάποιο πρωτόγονο γουρούνι συναντούσε ένα λιοντάρι, το σοκ που εκείνο έπαιρνε εκδηλωνόταν με ένα τρομαγμένο γρύλισμα. Όταν αυτό συνέβαινε συχνά, τα άλλα γουρούνια που άκουγαν αυτό το συγκεκριμένο γρύλισμα  το συσχέτιζαν με «λιοντάρι!». Έτσι, από τις πρωτόγονες απαρχές της και από χιλιάδες άλλου είδους επιφωνήματα, η γλώσσα υποτίθεται ότι εξελίχθηκε σταδιακά κατά τη διάρκεια εκατομμυρίων ετών. Εκτενή πειράματα με πιθήκους προσπάθησαν μάταια να εντοπίσουν την εξελικτική προέλευση της γλώσσας από προ-ανθρώπινη πηγή. Σήμερα, καμία γλώσσα δεν θεωρείται πρωτόγονη με την έννοια ότι μπορεί να προέρχεται  από τα ζώα. Ακόμα και λαοί με λιγότερο πολύπλοκους πολιτισμούς έχουν εξαιρετικά εξελιγμένες γλώσσες, με σύνθετη γραμματική και πλούσια λεξιλόγια, ικανές να προσδιορίσουν επακριβώς το κάθε τι και να συζητήσουν οτιδήποτε εφάπτεται της σφαίρας των ενδιαφερόντων τους.

Ο Νόαμ Τσόμσκι, ο Αμερικανός γλωσσολόγος και φιλόσοφος στο πρωτοποριακό του έργο για τη γλώσσα[2] επισημαίνει το γεγονός ότι η ιδιοφυΐα της ανθρώπινης γλώσσας συνίσταται, όχι απλώς στη χρήση αυθαίρετων ήχων (και επομένως, λέξεων) για την αναπαράσταση πραγμάτων και ιδεών, αλλά ακόμη περισσότερο στην ικανότητα σύλληψης, κατανόησης και έκφρασης στη σύνταξη των λογικών σχέσεων μεταξύ των ιδεών.

Η εγγενής αίσθηση περί ηθικών αρετών και περί κακού

Όχι μόνο έχουμε ένα έμφυτο αίσθημα τόσο περί δικαιοσύνης όσο και αδικίας, αλλά έχουμε επίσης και μια έμφυτη διάκριση ηθικά σωστών ή λανθασμένων ενεργειών και συμπεριφορών. Το ψέμα λογίζεται ως παράσιτο της αλήθειας επειδή, για να είναι αποτελεσματικό, βασίζεται στην προσδοκία ότι οι άλλοι θα πουν την αλήθεια. Αν όλοι πάντα έλεγαν ψέματα, κανείς δεν θα πίστευε ποτέ τίποτα και κανέναν. Οι σχέσεις θα υπονομεύονταν και κάθε κοινωνική ζωή θα καθίστατο αδύνατη με ενδημική την ανασφάλεια. Ένας ψεύτης δεν μεταφέρει απλώς αναξιόπιστες πληροφορίες: δείχνει επίσης ότι είναι ένα αναξιόπιστο άτομο. Εκμεταλλεύεται την εμπιστοσύνη του άλλου προκειμένου να την προδώσει κάνοντας κακό.

Η ανθρώπινη συνήθεια να κατηγορούμε τους άλλους όταν λένε ψέματα δείχνει ότι ο ηθικός νόμος είναι «γραμμένος» στην ανθρώπινη καρδιά. Οι ηθικοί νόμοι είναι έμφυτοι.

Συνείδηση ​​και ντροπή

Ως άνθρωποι είμαστε εφοδιασμένοι με δύο μηχανισμούς που μας εμποδίζουν να παραβιάσουμε τους ηθικούς νόμους ή, αν τυχόν και τους παραβιάσουμε, να λειτουργούν ως εσωτερικοί μάρτυρες εναντίον μας. Ο πρώτος είναι η «συνείδηση» ​​και ο δεύτερος το αίσθημα «ντροπής» μέσα μας. Αν, παρ’ όλες τις προειδοποιήσεις τους, επιμείνουμε στο κακό, τότε μας καταλαμβάνει συχνά ένα αίσθημα ντροπής που εκφράζεται συνήθως και μ’ ένα κοκκίνισμα. Αλλά ακόμη και αν το κακό δεν διαπιστωθεί ή αποκαλυφθεί, ο μηχανισμός ντροπής μέσα μας μάς οδηγεί στο να ντρεπόμαστε για τον εαυτό μας, αν είμαστε ειλικρινείς μ΄ εμάς τους ίδιους, έστω κι αν κανείς άλλος δεν το γνωρίζει αυτό. Οι δύο αυτοί μηχανισμοί μαρτυρούν περί ενός «καθολικού» ηθικού νόμου.

Και καταλήγουν οι συγγραφείς: «Όταν λέμε οι ηθικοί νόμοι είναι αντικειμενικοί, αυτό σημαίνει ότι μοιάζουν με τους μαθηματικούς νόμους. Δεν τους επινόησαν άνθρωποι, απλώς τους ανακάλυψαν. Σε διαφορετικές εποχές της ιστορίας οι διάφοροι πολιτισμοί εφηύραν ξεχωριστά αριθμητικά συστήματα … αλλά όλα εκφράζουν τους ίδιους νόμους της αριθμητικής: κανείς δεν εφηύρε αυτούς τους νόμους».

Το ίδιο συμβαίνει και με τους ηθικούς νόμους.



[1] David Gooding και John Lennox, Being Truly Human: The Limits of Our Worth, Power, Freedom and Destiny, (Belfast: Myrtlefield House, 2018), σ. 97-122.

[2] Noam Chomsky, „Review of B. F. Skinner”, Verbal Behavior, Language 35/1 (1959), σ. 26–58.