Sir Catherwood, σε µια οµιλία σας είπατε, πως επιθυµούσατε να γίνετε ιεραπόστολος. Τι σας ώθησε όμως στην πολιτική;
Πράγµατι η επιθυµία µου ήταν να γίνω ιεραπόστολος, όπως είναι και επιθυµία πολλών νέων σήµερα. Να πάνε σε µακρυνές χώρες και να κηρύξουν το Ευαγγέλιο σε ανθρώπους που δεν το έχουν ακόµα ακούσει. Εκείνη την εποχή διάβαζα και πολλά ιεραποστολικά βιβλία, φοιτούσα ακόµη στο Πανεπιστήµιο. Μια µέρα είχε µια συζήτηση µ' έναν από τους ιεραποστόλους της εκκλησίας µας, τον David Bentley-Taylor, ο οποίος µου εξήγησε, πως για να γίνει κανείς ιεραπόστολος σε µακρυνές χώρες, πρέπει να εκπληρώνει µερικές βασικές προϋποθέσεις. Πρέπει για παράδειγµα να έχει ταλέντο στην εκµάθηση ξένων γλωσσών, να έχει υποµονή κ.ά. Αν όχι, τότε σπαταλά άδικα τον χρόνο του και τα χρήµατα της ιεραποστολής που τον αποστέλλει, σ' ένα έργο για το οποίο ο Θεός δεν τον έχει προετοιµάσει. Πολλές απ' αυτές τις προϋποθέσεις, κατάλαβα πως δεν τις εκπλήρωνα, ως χαρακτήρας, και εποµένως θάταν άσκοπο να προσανατολίζοµαι προς αυτή την κατεύθυνση. Από την άλλη µεριά, ο πατέρας µου ήθελε πολύ να µπω σε µια επιχείρηση. Δεν είναι βέβαια πάντοτε απαραίτητο ν' ακολουθεί κανείς τη γνώµη των γονέων του, όταν έχει µεγαλώσει και µπορεί ν' αποφασίζει ο ίδιος για το µέλλον του, όµως είχα την εντύπωση πως εγώ έπρεπε ν' ακολουθήσω τη συµβουλή του πατέρα µου. Έτσι έγινα λογιστής σε µια επιχείρηση. Γρήγορα ανέλαβα ανώτερα καθήκοντα. Σε ηλικία 30 χρόνων, ήµουν ανώτατος υπάλληλος σε µια µεγάλη εταιρία και σε ηλικία 35 χρόνων ανέλαβα συγχρόνως και τα καθήκοντα µιας δεύτερης. Τότε άρχισα να συνειδητοποιώ τα προβλήµατα της οικονοµίας, γενικά. Ειδικά, όταν εργάζεται κανείς σε µια µεγάλη εταιρία, βλέπει πόσο πολύ εξαρτάται η επιβίωση µιας εταιρίας, από την κατάσταση ολόκληρης της οικονοµίας. Έτσι άρχισα να ενδιαφέροµαι για τους τρόπους βελτίωσης της οικονοµίας προς όφελος της ιδιωτικής επιχείρησης και βρέθηκα µέσα στον αγώνα µεταξύ βιοµηχανίας και κυβέρνησης για την ευηµερία της οικονοµίας. Έγινα δηµόσιος υπάλληλος έτσι σε ηλικία 39 ετών µέχρι τα 46 µου. Κατόπιν έγινα γενικός διευθυντής του Εθνικού Συµβουλίου Ανάπτυξης για τέσσερα χρόνια και γύρισα πάλι στο Δηµόσιο ως πρόεδρος της Βρετανικής Επιτροπής Εµπορίου για εξωτερικές υποθέσεις. Προς το τέλος της προεδρίας µου πλησίαζε ο καιρός διεξαγωγής των πρώτων εκλογών για την Ευρωπαϊκής Βουλή. Στην Επιτροπή Εµπορίου ήµουν υπεύθυνος για την προώθηση των πωλήσεων βρετανικών προϊόντων στην Ευρώπη. Επειδή υπήρχε αµφιβολία για την περαιτέρω παραµονή της Βρετανίας στην Κοινότητα, σκέφτηκα πως θα ήταν χρήσιµο να εργαστώ και πολιτικά σ' αυτόν τον τοµέα. Έτσι υπέβαλλα υποψηφιότητα για την Ευρωβουλή. Μέχρι τα 54 χρόνια µου δεν είχα ασχοληθεί ποτέ πριν µε την πολιτική. Όταν ψηφίστηκα υποψήφιος για το Συντηρητικό Κόµµα στην εκλογική περιφέρεια όπου κατοικώ, ο Φράνσις Πυµ, ο τότε υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας, ο οποίος µε υποστήριζε, δήλωσε πως από την πολιτική αθωότητα µεταπήδησα σε µια καίρια πολιτική θέση, συντοµότερα από κάθε άλλον που γνώριζε μέχρι τότε. Δεν µπορώ όµως να ονοµάσω τον εαυτό µου, επαγγελµατία πολιτικό. Πιστεύω όµως, πως ως χριστιανός οφείλει κανείς να έχει πολιτική γνώµη και το δικαίωµα βέβαια να την εκδηλώνει.
Έχετε γράψει ένα βιβλίο µε τον τίτλο «ο Χριστιανός στη βιοµηχανική κοινωνία». Ποιά είναι κατά τη γνώµη σας τα πλεονεκτήµατα και οι κίνδυνοι για έναν χριστιανό που ασχολείται µε τα οικονοµικά;
Το πρώτο µέληµα του χριστιανού, που είναι υπεύθυνος σ' ένα τοµέα της οικονοµικής ζωής, είναι να λειτουργεί ο τοµέας αυτός σωστά. Μια που ως χριστιανός πιστεύει στον πολλαπλασιασµό των ταλάντων της παραβολής του Χριστού, πρέπει να νοιώθει και την υποχρέωση για καλυτέρευση του βιοµηχανικού τοµέα που αυτός επιµελείται. Αυτό περιλαµβάνει την συνεχή προσπάθεια βελτίωσης του προϊόντος, την πλήρη ενηµέρωση του πελάτη, την εγκυρότητα του προϊόντος και την προσαρµογή του στις απαιτήσεις του πελάτη, την καλύτερη τοποθέτηση των χρηµάτων, χαµηλώτερες τιµές, καλύτερους µισθούς και γενικά καλύτερες συνθήκες εργασίας για τους εργαζόµενους. Στην προσπάθεια δε να τα καταφέρει όλα αυτά, πρέπει να προσέχει να µη διατρέξει οικονοµικούς κινδύνους. Έναν άλλο κίνδυνο βλέπω, όταν αρχίζει κανείς να τα θεωρεί αυτά ως τον τελικό σκοπό της όλης υπόθεσης. Να βλέπει δηλαδή τους ανθρώπους απλώς ως όντα υλικά, χωρίς το πνευµατικό τους στοιχείο. Δηλαδή πιστεύω, πως ο στόχος της δουλειάς δεν πρέπει να είναι η αύξηση της παραγωγικότητας καθεαυτής, αλλά να έχει και κάποιο νόηµα και να αξίζει τον κόπο. Οι άνθρωποι που δουλεύουν µαζί µπορούν να µάθουν να συνεργάζονται για έναν σκοπό που αξίζει. Άλλον κίνδυνο διατρέχει κανείς, όταν του προσφέρονται χρήµατα για να προτιµήσει τον έναν αντί για τον άλλο προµηθευτή κλπ. Ως χριστιανός δεν είναι δυνατόν βέβαια να δεχτεί κάτι τέτοιο.
Ως οικονοµολόγος, πού βλέπετε την αιτία για την οικονοµική κρίση που βρίσκεται ο κόσµος µας σήµερα;
Το µεταπολεµικό οικονοµικό σύστηµα στηρίχτηκε πάνω σε τρία διεθνή ιδρύµατα, το Διεθνές Νοµισµατικό Ταµείο (IMF), το οποίο ευθύνεται για σταθερή νοµισµατική κυκλοφορία, την Γενική Συµφωνία περί Δασµών και Εµπορίου (GΑΤΤ), µε σκοπό την ελευθερία του εµπορίου διεθνώς και την Διεθνή Τράπεζα, η οποία διοχετεύει το χρήµα από τις πλούσιες χώρες σε φτωχότερες χώρες που το έχουν ανάγκη: Αυτό οδήγησε στη µεγαλύτερη ανάπτυξη του διεθνούς εµπορίου και επίσης στην αύξηση του πλούτου στην εποχή µας. Το γεγονός αυτό, όπως άλλωστε ήταν και ο σκοπός της όλης προσπάθειας, δηµιούργησε την πλήρη απασχόληση. Δηµιούργησε στις βιοµηχανικές χώρες ένα υψηλό σταθερό ποσοστό οικονοµικής αύξησης γύρω στα 3-4%, κάθε χρόνο. Η δυσκολία ήλθε όταν οι βιοµηχανικές χώρες ανέβασαν τους µισθούς των εργαζοµένων σε ποσοστό µεγαλύτερο απ' αυτό της παραγωγικότητάς των, εν µέρει λόγω υψηλής απασχόλησης. Με άλλα λόγια, τα εργατικά χέρια ήταν λίγα και έτσι ο κόσµος µπορούσε να ζητήσει περισσότερα χρήµατα για τη δουλειά του. Αυτό οδήγησε αφ' ενός σε πληθωρισµό και αφ' ετέρου σε υψηλότερο κόστος για τις χώρες του λεγοµένου Τρίτου Κόσµου, τους κύριους παραγωγούς πρώτων υλών. Το αποτέλεσµα ήταν, οι παραγωγοί πετρελαίου να δηµιουργήσουν το 1973 ένα καρτέλ και να ζητήσουν τα χαµένα χρήµατά τους πίσω. Αυτό βέβαια, ειδικά στις χώρες του Τρίτου Κόσµου, οδήγησε σε µεγαλύτερες δαπάνες για το εισαγόµενο πετρέλαιο. Αναγκάστηκαν οι χώρες αυτές να υπερχρεωθούν. Το αποτέλεσµα ήταν, η παραγωγικότητα να χαµηλώνει, ο δε πληθωρισµός να αυξάνει, οι τιµές παγκόσµια να ανεβαίνουν και οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες ν' αναγκάζονται το 1979 ν' ανεβάσουν ξανά και ξανά την τιµή του αργού πετρελαίου. Αυτό δηµιούργησε µια ακόµα κρίση µε 10 εκατοµµύρια ανέργους στην Αµερική, 10 εκατοµύρρια ανέργους στην Ευρώπη, αριθµοί που συνέχεια αυξάνονταν: Ο δεύτερος λόγος είναι ότι οι άνθρωποι στη δύση ιδιαίτερα έγιναν πλεονέκτες και έµαθαν να ζητούν περισσότερα απ' ό,τι τους ανήκει. Το πρόβληµα είναι µε τους λίγους, που έχουν την εξουσία να αποκτούν αυτά που θέλουν για τον εαυτό τους εις βάρος των άλλων.
Σε µια περίπτωση είπατε: «ο κόσµος κυριαρχείται απ' το χρήµα». Ποια πρέπει να είναι η στάση του χριστιανού απέναντι στο χρήµα;
Νοµίζω πως η στάση του χριστιανού απέναντι στο χρήµα πρέπει να είναι αυτή που διδάσκει η Βίβλος. Δηλαδή, να µη επιδιώκει πολλά κανείς, µήπως ξεχάσει τον Θεό του και νοµίσει τον εαυτό του ανεξάρτητο απ' Αυτόν, ούτε να έχει λίγα, έτσι ώστε να αναγκαστεί να κλέψει από άλλους. Πρέπει να ζητάει από τον Θεό να του παρέχει αυτά που χρειάζεται για τη στιγµή που τα έχει ανάγκη, για την δουλειά που Εκείνος τον έχει προορίσει να κάνει. Επίσης το θεωρώ κακό για έναν χριστιανό να θέλει χρήµατα έτσι, για γόητρο. Η γοητεία δεν αγοράζεται. Είτε ο κόσµος θα σε εκτιµά για ό,τι είσαι είτε όχι, οπότε δεν υπάρχει ανάγκη να το εξαγοράσεις µε χρήµατα, που και πάλι το χρήµα δεν είναι η λύση. Δεν υπάρχει εποµένως κανένα νόηµα, να προσπαθείς να εξαγοράσεις την αγάπη των άλλων µε το να ξοδεύεις χρήµατα. Επίσης, σαν χριστιανός δεν θα έπρεπε να επιδιώκει κανείς έναν τρόπο ζωής στην πολυτέλεια επειδή αυτό τον αποµονώνει από τους γύρω του. Αν π.χ. οδηγεί ένα πολυτελέστατο αυτοκίνητο, τότε αυτοί που οδηγούν ένα απλό αυτοκίνητο νοιώθουν διαφορετικοί απ' αυτόν και δεν τον πλησιάζουν εύκολα. Αυτό σηµαίνει πως δεν µπορεί να είναι χρήσιµος στο έργο του Θεού, ούτε να προσφέρει πολλά στην εκκλησία του, επειδή γίνεται απρόσιτος.
Σαν ευρωβουλευτής και χριστιανός, πώς βλέπετε εσείς τις ευρωπαϊκές προσπάθειες για την ένωση;
Είναι αποδεδειγµένα πως κατά την διάρκεια της ευρωπαϊκής ιστορίας οι χώρες αλληλοτρωγόντουσαν. Σαν χριστιανός πρέπει πάντοτε κανείς να είναι υπέρ της ειρήνης. Στους δύο µεγάλους ευρωπαϊκούς πολέµους, η Ευρώπη έχασε νοµίζω γύρω στα 37 εκατοµµύρια των κατοίκων της. Ειδικά στον τελευταίο, ο οποίος διήρκεσε έξι χρόνια, η σφαγή ήταν µεγάλη.
Γι' αυτό πιστεύω πως τα ιδεώδη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, να λύνονται οι εκάστοτε διαφορές µε ειρηνικό τρόπο και µε µέσα δηµοκρατικά, είναι ιδεώδη που αξίζει ένας χριστιανός να τα υποστηρίζει, επειδή ο άλλος τρόπος επίλυσης των διαφορών µεταξύ των κρατών, είναι ο πόλεµος. Την τελευταία φορά που είχαµε στην Ευρώπη εµπορικές διαµάχες ήταν στη δεκαετία του 1930 και πολύ σύντοµα ακολούθησε πόλεµος. Εποµένως, νοµίζω, το ιδεώδες της ειρηνικής συνύπαρξης στην Ευρώπη και της λύσης των διαφορών µε τρόπο δηµοκρατικό, συµβαδίζει µε τη χριστιανική άποψη της αξιοπρέπειας του κάθε ατόµου µπροστά στον Θεό. Ως χριστιανοί, πιστεύουµε, πως ο κάθε άνθρωπος είναι υπεύθυνος και θα δώσει λόγο µπροστά στον Θεό, για ότι κάνει στη ζωή του. Οφείλουµε, λοιπόν να σεβόµαστε την αξιοπρέπεια του άλλου.
Και µια τελευταία ερώτηση. Είσαστε πρόσωπο πολυάσχολο. Πώς καταφέρνετε να συντονίζετε τον χρόνο σας για να µπορέσετε να ανταποκριθείτε σ' όλες σας τις υποχρεώσεις;
Βέβαια αυτό - απαιτεί αρκετή πειθαρχία και ... χρόνο! Προσωπικά, βρίσκω βοηθητικό το βιβλίο ενός αµερικανού, µε τον τίτλο: «Πώς να καταφέρεις περισσότερα, σε λιγότερο χρόνο». Πρέπει να µάθει κανείς να ταξινοµεί σωστά τον χρόνο του, πολλές φορές µε σχολαστικό τρόπο χρησιµοποιώντας ένα ηµερολόγιο, όπου θα γράφει τις επείγουσες και µη επείγουσες δουλειές και υποχρεώσεις του. Υπάρχουν πράγµατα που σου κλέβουν τον χρόνο και δεν είναι αναγκαία, όπως για παράδειγµα η τηλεόραση. Σίγουρα σε βοηθάει η τηλεόραση να µένεις ενηµερωµένος, ειδικά όταν είσαι κουρασµένος και χρειάζεται χαλάρωση. Γεγονός όµως είναι πως πρέπει µε πολύ πειθαρχία να µάθεις, πως δεν µπορεί να σπαταλάς τον χρόνο του, σε τέτοια µη επείγοντα πράγµατα. Ή µπορείς, για παράδειγµα, µε ένα γρήγορο τηλεφώνηµα να εξηγήσεις πράγµατα που δύσκολα περιγράφονται µέσω της αλληλογραφίας. Μιά καλή λύση είναι επίσης, να µπορείς να αναθέτεις ορισµένα πράγµατα σε ειδικούς, έτσι που να περιορίζεσαι στα πράγµατα που µόνο εσύ µπορείς ή πρέπει να κάνεις.
*) Τη συνέντευξη αυτή είχa πάρει τον Αύγουστο 1982. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Σάλπισμα τον Μάρτη του 1991, όταν στο µεταξύ ο κ. Catherwood ήταν αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού. Κοινοβουλίου.