17 Ιουνίου 2022

Είναι η πίστη στο Θεό μια αυταπάτη;

Όταν ήμουν φοιτητής, τη δεκαετία του ’70, στα πανεπιστήμια κυριαρχούσαν οι ιδέες του Μαρξ, του Φόιερμπαχ και του Φρόιντ. Κάποιοι χρησιμοποιούσαν τις ιδέες των ανθρώπων αυτών να πολεμήσουν τον Χριστιανισμό. Το επιχείρημα που βασιζόταν στις ιδέες του Φρόιντ κατηγορούσε τους χριστιανούς ότι είναι θύματα του πατρικού τους συμπλέγματος κι ότι χρησιμοποιούν το Θεό για να καλύψουν την ‘ανάγκη’ για έναν πατέρα που τους αγαπά και τους φροντίζει. Η θρησκεία γι’ αυτούς δεν ήταν παρά μια αυταπάτη, όπως δίδασκε και ο Φρόιντ.

Πρόσφατα έπεσε στα χέρια μου η μελέτη του ψυχολόγου Πωλ Βίτς με τίτλο «Η Ψυχολογία του Αθεϊσμού»[1]. Ο Βιτς για πολλά χρόνια υπήρξε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Στη σύντομη αυτή μελέτη του ασχολείται με την «θεωρία του ελαττωματικού πατέρα». Κατά ειρωνικό τρόπο, ένας από τους πρώτους ανθρώπους που διατύπωσε τη θεωρία αυτή ήταν ο ίδιος ο Ζίγκμουντ Φρόυντ. Και το δήλωσε αυτό ως εξής:

Η Ψυχανάλυση, που μας έμαθε τον ενδόμυχο σύνδεσμο μεταξύ του πατρικού συμπλέγματος και τη πίστη στον Θεό, μας έδειξε πως ο προσωπικός Θεός λογικά δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα εξυψωμένο πατέρα, και καθημερινά μας αποδεικνύει πως τα νεαρά άτομα χάνουν την θρησκευτική τους πίστη μόλις καταρρεύσει η εξουσία του πατέρα τους[2].

Με άλλα λόγια, ο Φρόιντ δίδασκε πως όταν ένα παιδί απογοητευτεί από τον πατέρα του ή χάσει τον σεβασμό για τον πατέρα του, είναι πιο δύσκολο να πιστέψει σε έναν ουράνιο πατέρα. Αυτό ισχύει επίσης και εάν χάσει τον πατέρα σε θάνατο, διαζύγιο ή οποιονδήποτε άλλο λόγο που εκείνος μπορεί να εγκαταλείψει την οικογένεια. Το μικρό παιδί θεωρεί πως ο πατέρας του έχει επιλέξει να φύγει και να τους εγκαταλείψει. Μπορεί η «θεωρία του ελαττωματικού πατέρα» να είναι απλώς μια θεωρία, αλλά φαίνεται να επικυρώνεται από κάποια στοιχεία ψυχολογικής έρευνας, γράφει χαρακτηριστικά ο Βιτς.

Αυτό, δεν πρέπει να μας κάνει να αναρωτιόμαστε πόσοι άθεοι έχουν υιοθετήσει το «πιστεύω» τους βάσει μη-ορθολογικών ψυχολογικών παραγόντων και όχι από αληθινά στοιχεία περί ύπαρξης του Θεού;

Η κεντρική Φροϋδική άποψη για την πίστη στον Θεό είναι πως μια τέτοια πίστη είναι επισφαλής, εξ αιτίας της ψυχολογικής της προέλευσης. Δηλαδή, θεωρεί πως ο Θεός είναι μια προβολή των ιδιαίτερων, έντονων, υποσυνείδητων επιθυμιών μας. Ο «Θεός» είναι η εκπλήρωση επιθυμιών που πηγάζουν από τις παιδιάστικες ανάγκες για προστασία και ασφάλεια. Επειδή λοιπόν αυτές οι επιθυμίες είναι ως επί το πλείστον ασυνείδητες, η οποιαδήποτε άρνηση της ερμηνείας αυτής δεν πρέπει να θεωρείται αξιόπιστη. Ο Φρόιντ, στο έργο του «Die Zukunft einer Illusion» (Το Μέλλον μιας Αυταπάτης), γράφει τα εξής:

Οι θρησκευτικές ιδέες  έχουν προκύψει από τις ίδιες ανάγκες με όλα τα άλλα επιτεύγματα του πολιτισμού, ήτοι, εκ της ανάγκης για προστασία απέναντι στην συντριπτική δύναμη της φύσης (σ. 21) … Συνεπώς, τα θρησκευτικά πιστεύω είναι: αυταπάτες, εκπληρώσεις των αρχαιοτάτων, των πιο ισχυρών και πιο πιεστικών επιθυμιών της ανθρωπότητας… Όπως ήδη γνωρίζουμε, η τρομερή αίσθηση της αδυναμίας στην παιδική ηλικία προξένησε την ανάγκη για προστασία – για προστασία μέσω αγάπης – πράγμα που το παρείχε ο πατέρας… Έτσι, η αγαθή διακυβέρνηση μιας θείας Πρόνοιας κατευνάζει τον φόβο που έχουμε για τους κινδύνους της ζωής (σ. 30).

Αν εξετάσει κανείς το επιχείρημα αυτό προσεκτικά, παρά την ενθουσιώδη αποδοχή του από τους τόσους ασυλλόγιστους αθεϊστές και σκεπτικιστές, θα ανακαλύψει ότι στην πραγματικότητα πρόκειται για μια πάρα πολύ αδύναμη θέση.

Πριν ο Βιτς γράψει το βιβλίο του αυτό είχε κάνει έρευνα για τη ζωή διάσημων άθεων και παρατήρησε τις κακές σχέσεις που είχαν με τους πατεράδες τους. Έτσι αποφάσισε να κάνει μια μελέτη για τους άθεους με τη μεγαλύτερη επιρροή στην ιστορία, ιδιαίτερα αυτούς που ήταν αυτό που λέγεται πεισματικοί άθεοι. Μελέτησε εκείνους που ήταν μεγάλοι στοχαστές – οι περισσότεροι ήταν φιλόσοφοι – και η απόρριψη του Θεού ήταν κεντρικό στοιχείο στην πνευματική τους ζωή. Άνθρωποι που θεωρούνται ως ιδρυτές και υποστηρικτές του σύγχρονου αθεϊσμού: Ο Φρίντριχ Νίτσε, ο Ντέιβιντ Χιουμ, ο Μπέρτραντ Ράσσελ, ο Ζαν-Πωλ Σάρτρ, ο Αλμπέρ Καμύ και ο Άρτουρ Σοπενχάουερ.

Η έρευνα του Βιτς δείχνει επίσης ότι ο Tόμας Χόμπς, ο Βολταίρος, ο Ζίγκμουντ Φρόιντ και ο Λούντβιχ Φόιερμπαχ είχαν πατέρες αδύναμους ή καταχρηστικούς. Κανένας τους δεν είχε υγιείς σχέσεις με τον πατέρα του. Επίσης και ο Ρίτσαρντ Ντόκινς – ένας από τους «νέους» αθεϊστές – πέρασε ένα μεγάλο μέρος της νεαρής του ζωής μακριά από τον πατέρα του επειδή τον έστειλαν σε οικοτροφείο. Όταν ήταν εννέα ετών και φοιτούσε σε αυτό το έντονα Αγγλικανικό οικοτροφείο, κακοποιήθηκε σεξουαλικά από τον δάσκαλο των Λατινικών που σχετιζόταν με την εκκλησία. Ο Βιτς υποστηρίζει ότι αυτή η εμπειρία πρέπει να δημιούργησε στον Ντόκινς μια ισχυρή αρνητική συσχέτιση με τον Χριστιανισμό.

Ένα επιχείρημα λοιπόν, που φαινομενικά στρέφεται κατά του Χριστιανισμού, μπορεί να καταντήσει ‘μπούμερανγκ’ γι’ αυτούς που το χρησιμοποιούν, δείχνοντας πως οι ίδιοι οι αρνητές της πίστης στο Θεό μπορούν να θεωρηθούν θύματα των περί άρνησης της πίστης αυθυποβολών τους …

[1]  Paul C. Vitz, The Psychology of Atheism, η ελληνική έκδοση κυκλοφορεί στον ιστότοπο της ‘Ορθόδοξης Ομάδας Δογματικής Έρευνας’, https://www.oodegr.com/oode/a8eismos/psyxologia/eisagwgi1.htm.

[2Ζίγκμουντ Φρόιντ, Μία παιδική ανάμνηση του Λεονάρντο ντα Βίντσι, 1910, σ. 98.