23 Ιανουαρίου 2022

Γιατί το Σύμπαν είναι κατανοητό;

Ποια αρχή και ποια εγγύηση υπάρχει ώστε να εμπιστευόμαστε τη λογική όταν προσεγγίζουμε τον κόσμο; Γιατί οι γνωστικές μας ικανότητες μας επιτρέπουν να ανακαλύπτουμε, να αναγνωρίζουμε και να πιστεύουμε την αλήθεια; Το ερώτημα συνοψίζεται σε αυτό: Πώς μπορεί μια μαθηματική εξίσωση που έχει δημιουργηθεί στο μυαλό ενός μαθηματικού να αντιστοιχεί στις λειτουργίες του σύμπαντος; Αυτό οδήγησε τον Αϊνστάιν να πει: «Το πιο ακατανόητο πράγμα στον κόσμο είναι ότι είναι κατανοητός».

Η ίδια η έννοια της κατανοητότητας του σύμπαντος προϋποθέτει την ύπαρξη μιας ορθολογικότητας, ικανής να αναγνωρίσει την κατανοητότητα αυτή. Πρόκειται για μια ουσιώδη πεποίθηση – τόσο για ολόκληρο το εγχείρημα της επιστήμης, όσο και για τη διανόηση γενικά – ότι δηλαδή οι νοητικές μας διαδικασίες διαθέτουν έναν ικανό βαθμό αξιοπιστίας και είναι σε θέση να μας δώσουν χρήσιμες πληροφορίες για τον κόσμο. Αυτό είναι τόσο εμπεδωμένο στην ανθρώπινη σκέψη, ώστε να μη μπορούμε να αμφισβητήσουμε την πεποίθηση αυτή χωρίς να βασιστούμε στην νοημοσύνη που την προϋποθέτει. Η ορθολογική κατανοητότητα είναι ένα από τα κύρια ζητήματα που οδήγησαν στοχαστές όλων των γενεών στο συμπέρασμα ότι το ίδιο το σύμπαν πρέπει να είναι προϊόν νοημοσύνης. Μαθηματικοί, όπως ο Ρότζερ Πένροουζ (Roger Penrose) από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, πιστεύουν ότι οι μεγάλες αλήθειες των μαθηματικών υπάρχουν ανεξάρτητα από εμάς. Τις ανακαλύπτουμε, αλλά δεν τις επινοούμε. Ο Πένροουζ αναγνωρίζει τη διαχρονική αντικειμενικότητα των μαθηματικών, η οποία --ευτυχώς για τους επιστήμονες -- υπάρχει αντικειμενικά. Και εξηγεί: «Μερικές φορές οι άνθρωποι πιστεύουν ότι ίσως ο λόγος που έχουμε καλούς μαθηματικούς νόμους στη φυσική δεν είναι μόνο ότι πρόκειται για τον καλύτερο τρόπο με τον οποίο μπορούμε να κατανοήσουμε τον κόσμο, αλλά κάτι περισσότερο».

Το 1960, ο ουγγρο-αμερικανός νομπελίστας φυσικός Γιουτζίν Γουίγκνερ (Eugene Wigner) δημοσίευσε αυτό που αργότερα θα γινόταν το κλασικό δοκίμιο για το μυστηριώδες γεγονός ότι τα μαθηματικά μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη διερεύνηση της φύσης, με τίτλο: «Η παράλογη αποτελεσματικότητα των μαθηματικών στον φυσικό κόσμο». Στο δοκίμιό του, ο Γουίγκνερ συζητάει τον εκπλήττοντα βαθμό κατά τον οποίο τα μαθηματικά χαρτογραφούν τον υλικό κόσμο και εξηγεί ότι «οι μαθηματικές έννοιες εμφανίζονται σε εντελώς απροσδόκητες συνδέσεις … και συχνά επιτρέπουν μια απροσδόκητα στενή και ακριβή περιγραφή των φαινομένων σε αυτές τις συνδέσεις». Τα εργαλεία των μαθηματικών συναπαντούν τα ερωτήματα της φυσικής με απίστευτη συχνότητα και ακρίβεια. «Η τεράστια χρησιμότητα των μαθηματικών στις φυσικές επιστήμες είναι κάτι που συνορεύει με το μυστηριώδες», καταλήγει ο Γουίγκνερ στο δοκίμιό του. «Δεν υπάρχει λογική εξήγηση για αυτό».

Στα μαθηματικά φαίνεται ότι έχουμε πρόσβαση σε αλήθειες που ξεπερνούν την ανθρώπινη εμπειρία. Σε τι βασίζονται;  Για τον Πυθαγόρα και αργότερα για τον Πλάτωνα, η απάντηση ήταν ότι τα μαθηματικά είναι μέρος ενός ιδανικού κόσμου – το βασίλειο των αφηρημένων αρχών (Ιδέες και Μορφές) – που δίνει ορθολογική δομή στον υλικό κόσμο. Ο Γαλιλαίος πίστευε πως «οι νόμοι της φύσης είναι γραμμένοι με το χέρι του Θεού στη γλώσσα των μαθηματικών» και «ο ανθρώπινος νους είναι έργο του Θεού και [μάλιστα] ένα από τα πιο άριστα». Η επιστήμη δεν είναι σε θέση να εξηγήσει τη μαθηματική κατανοητότητα του φυσικού κόσμου, γιατί αυτή η ιδέα η ίδια είναι μέρος του ‘πιστεύω’ του επιστήμονα. Δεν μπορεί κανείς να ξεκινήσει οποιοδήποτε εγχείρημα στη φυσική χωρίς να πιστεύει σε αυτή την κατανοητότητα.

Ως αποτέλεσμα της Διαφώτισης όμως, φιλοσοφίες όπως ο υλισμός και ο φυσικισμός, άρχισαν να μειώνουν τη ανθρώπινη σκέψη ως αναγωγή νευρο-φυσιολογικών δραστηριοτήτων του εγκεφάλου, κάτι που κατά τον μαθηματικό Τζον Λένοξ «οδηγεί αναπόφευκτα στον αφανισμό της επιστήμης, του ορθολογισμού και της πίστης στην ίδια την αλήθεια … [και είναι] τελικά μηδενιστική». Ή, όπως γράφει χαρακτηριστικά: «Αυτό είναι το τίμημα που ο άνθρωπος πληρώνει για τον αθεϊσμό. Ο αθεϊσμός υπονομεύει τον ίδιο τον ορθολογισμό που απαιτείται για να κατασκευάσει, να κατανοήσει ή και να πιστέψει οποιοδήποτε είδος επιχειρήματος – συμπεριλαμβανομένου και του επιστημονικού. Ο αθεϊσμός δεν είναι παρά μια μεγάλη αυτο-αντιφατική αυταπάτη». Και συνεχίζει: «Ο γερμανός φιλόσοφος Robert Spaemann είχε ήδη επισημάνει ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι, όχι με μια επιλογή μεταξύ Θεού και επιστήμης, … αλλά με μια επιλογή να πιστέψουμε στον Θεό ή να εγκαταλείψουμε την κατανόηση του σύμπαντος. Δηλαδή, αν δεν υπάρχει Θεός δεν μπορεί να υπάρξει και επιστήμη. Εξαλείφοντας τον Θεό, δεν υπάρχει λογική βάση για την ίδια την επιστήμη. Αντιθέτως, η θεϊστική σκέψη είναι συνεκτική ως προς στην εξήγηση του ‘γιατί το σύμπαν είναι (επιστημονικά) κατανοητό’: Ο Θεός, ως Δημιουργός τόσο του σύμπαντος όσο και του ανθρώπινου νου, μας έφτιαξε ‘κατ’ εικόναν’ Του, εικόνα ενός λόγιου και με προσωπικότητα Όντος»[1].

[1] John Lennox, Gunning for God. Why the New Atheists are Missing the Target, (Oxford: Lion Publishers, 2011), σ. 53-55.