Φιλοξενώ ένα άρθρο του Κωστή Κοσμέα που πρωτοδημοσιεύτηκε στο ιστολόγιο Ζωή Αγάπης:
Πολλοί
αποδέχονται σήμερα την ιδέα ότι τα ήθη και οι τρόποι μιας κοινωνίας
χαρακτηρίζουν τον συγκεκριμένο τύπο κοινωνίας. Κατά πόσο όμως ο πολιτιστικός
αυτός σχετικισμός, που αναμφίβολα είναι δεδομένος, απαιτεί αναγκαστικά την
αποδοχή και του ηθικού/γνωστικού σχετικισμού, δηλαδή της άποψης ότι δεν μπορεί
να υπάρξουν καθολικές αρχές εγκυρότητας, αλήθειας ή ορθολογικότητας;
Αυτό που θα
υποστηρίξω στο παρόν άρθρο είναι ότι η άκριτη αποδοχή του ηθικού/γνωστικού
σχετικισμού οδηγεί αναπόφευκτα στην εγκατάλειψη δυνατοτήτων ανάπτυξης κριτηρίων
επιλογής ή αξιολόγησης διαφορετικών κοινωνικών πλαισίων, με τραγικά
αποτελέσματα. Για να το πούμε πιο απλά με ένα παράδειγμα, γιατί να μιλήσουμε
για την καταπίεση της γυναίκας στις ανατολικές χώρες αφού τα κριτήρια εξαρτώνται
πλήρως από τα εκεί συγκεκριμένα κοινωνικά και πολιτισμικά/αξιακά πλαίσια όπως
υποστηρίζει ο ηθικός σχετικισμός; Και να προχωρήσω ένα βήμα παραπέρα; Άρα ποιό
το νόημα της ίδιας της πολιτικής (προφανώς εδώ δεν αναφέρομαι στην πολιτική των
κομματικών γραφείων αλλά ούτε από την άλλη μεριά στους πολιτικά απαθείς, στα
άτομα που είναι τελείως αδιάφορα για τα κοινά ή σε εκείνα που θεωρούν ότι το
μόνο πολιτικό καθήκον εξαντλείται μία φορά στα 4 χρόνια) αφού δεν υπάρχει ένα
καθολικό κριτήριο με βάση το οποίο να μπορούμε να κρίνουμε και απλά υπάρχουν
διαφορετικές πραγματικότητες, διαφορετικά «γλωσσικά παίγνια» (jeux de langage) για να το θέσουμε με τους όρους του Jean-François Lyotard, που όλες έχουν την ίδια αξία;
Και ναι, όπως
αντιλαμβάνεστε είναι τραγικό να αποδεχτείς ότι οι ηθικές επιταγές είναι
διαφορετικές ακόμα και μέσα στην ίδια κοινωνία. Γιατί έτσι, υπό τη λογική του
κεφαλαιοκράτη για παράδειγμα, η ανισότητα κεφαλαίου-εργασίας είναι α-νόητη
(άνευ νοήματος) γιατί δεν έχει νόημα στη δική του πραγματικότητα. Διαφορετική
απλά η πραγματικότητα του κεφαλαιοκράτη, διαφορετική η πραγματικότητα του
εργάτη. Ο εργάτης γιατί να εναντιωθεί στον κεφαλαιοκράτη; Ο μετανάστης που ζει
και δουλεύει κυριολεκτικά σαν σκλάβος κάτω από άθλιες συνθήκες στα
φραουλοχώραφα και αντιμετωπίζεται σαν εχθρός κάθε φορά που πάει να ζητήσει τα
αυτονόητα, γιατί να εναντιωθεί στις απάνθρωπες συνθήκες εργασίας, τη βία και
την ανθρώπινη εκμετάλλευση που υφίσταται;
Θεωρείται δηλαδή
ότι η ηθική διαμορφώνεται μέσα στην κοινωνία και ότι ηθική έξω από αυτήν δεν
υπάρχει. Από τη στιγμή που η κοινωνία είναι ο χώρος μέσα στον οποίο γεννιούνται
οι απόψεις για το σωστό και το λάθος, είναι ταυτόχρονα και η βάση τους, η υλική
προϋπόθεση της ηθικής. Δεν μπορούμε να
μιλήσουμε για ηθική όμως μόνο μέσα στα πλαίσια μιας κοινωνίας. Και αυτό δεν το
ισχυρίζομαι ως μια απόλυτη βασική αρχή, αλλά ορμώμενος από παραδείγματα όπως το
Χρυσό Κανόνα, δηλαδή το να «κάνουμε στους άλλους αυτά που θέλουμε και εμείς να
μας κάνουν αυτοί», που η καθολικότητά του και η ασυνείδητη εφαρμογή του από ανθρώπους
που μπορεί να μην έχουν ανοίξει κανένα βιβλίο, ούτε καν τη Βίβλο, είναι
εντυπωσιακή. Και το γεγονός επίσης ότι αυτός ο κανόνας εκφράζεται λίγο ως πολύ
στις περισσότερες θρησκείες και φιλοσοφικές τάσεις τόσο διαφορετικές μεταξύ
τους.
Επίσης, δεν είναι μόνο ο Χρυσός Κανόνας που εμφανίζεται ασυνείδητα στις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους. Είναι επίσης ο νόμος της αμοιβαίας εξυπηρέτησης και ανταπόδοσης που καθορίζει πολλές φορές σιωπηρώς τις σχέσεις των ανθρώπων μέσα στην κοινωνία. Αγαπά συνήθως κανείς επειδή τον αγαπούν, «αγαθοποιεί» αυτούς που τον «αγαθοποιούν», δανείζει ελπίζοντας στον τόκο κτλ. Και αρχές που εμφανίζονται ακόμα και στα ζώα όπως η συνεργασία/αμοιβαιότητα. Και για τα ζώα σίγουρα δεν μπορεί να πει κανείς ότι οι κοινωνίες τους καθορίζουν αυτές τις αρχές.
Όλα αυτά τα
παραδείγματα έρχονται να ανατρέψουν το επιχείρημα ότι αποκλειστικά η κοινωνία
διαμορφώνει την ηθική. Οι μεταμοντέρνοι σχετικιστές επίσης ισχυρίζονται ότι
πρέπει να εξετάσουμε τις συγκεκριμένες περιπτώσεις και να προσπαθήσουμε να τις
κατανοήσουμε όσο το δυνατόν καλύτερα με ευμενή και μη κριτικό τρόπο. Πώς να
σωπάσεις όταν βλέπεις μια γυναίκα να κακοποιείται βάναυσα, να πέφτει θύμα
οικογενειακής βίας, συζυγικού βιασμού, ή ακόμη και να λιθοβολείται στη μέση του
δρόμου; Αλλά ο ηθικός σχετικισμός θα σου πει ότι «όχι, η ηθική αυτή είναι δική
τους ηθική και έχει την ίδια αξία με την ηθική που λέει ότι η γυναίκα είναι ίση
με τον άνδρα». Γιατί για τον ηθικό σχετικισμό όλες οι ηθικές είναι εξίσου
καλές.
Ο Lyotard ισχυρίζεται ότι κάθε απόπειρα επιβολής
«ομοιογένειας» στο άπειρο πλήθος των «ετερόμορφων» γλωσσικών παιγνίων είναι
τόσο ανέφικτη όσο και «τρομακτική». Για τον Lyotard μάλλον δεν είναι τρομακτικό το να βλέπεις να
λιθοβολείται μια γυναίκα στο κεφάλι θαμμένη μέσα στο χώμα μέχρι να ξεψυχήσει!
Αυτή η διολίσθηση
συνεπώς στον ηθικό σχετικισμό έχει ως αποτέλεσμα: (α) να μην αποτελεί
«χειραφετική» κατάσταση για να τάσσεται κανείς υπέρ της, (β) να ενθαρρύνει την
πνευματική και προσωπική αδιαφορία: αν όλες οι γνωστικές και ηθικές αξίες
αναλογούν σε συγκεκριμένες κοινωνίες, τότε γιατί να διατυπώσουμε οποιαδήποτε
φιλόδοξη αξίωση σχετικά με το τι είναι σωστό, δίκαιο κτλ.; Γιατί να
ενδιαφερθούμε και να έχουμε άποψη για οτιδήποτε (και φυσικά δεν εννοώ εδώ το
σύνδρομο του νεοέλληνα που έχει άποψη για τα πάντα);
Και το τελευταίο δεν είναι τυχαίο ειδικά αν λάβουμε υπόψη μας ότι η προσέγγιση των πολιτικών ζητημάτων από τους περισσότερους πρεσβευτές του σχετικισμού χαρακτηριζόταν συνήθως από ένα είδος στωικής αταραξίας και ιταμού κυνισμού, πράγμα που σήμαινε ότι μια τέτοια αποστασιοποίηση καθιστούσε τα όρια της όποιας αποτελεσματικής πολιτικής δράσης πολύ περιορισμένα. Με άλλα λόγια, όποιος κηρύσσει τον πλήρη ηθικό και πολιτικό σχετικισμό δεν συμβαδίζει πάντοτε με μια πολιτική εγρήγορση και καταλήγει αναπόφευκτα, πολιτικά μιλώντας, στην απογοήτευση και το συντηρητισμό.
Η διαπίστωση αυτή κάνει ακόμα και τον ίδιο τον Slavoj Žižek να παραδέχεται ότι «η αναγνώριση των διαφορών, ο σεβασμός για τους διαφορετικούς πολιτισμικούς, εθνοτικούς, θρησκευτικούς και σεξουαλικούς τρόπους ζωής, καθίσταται το κεντρικό ζήτημα, ως εάν ο απώτερος ηθικός μας ορίζοντας να ανάγεται στον σεβασμό της διαφοράς. Για να το θέσω με τους πιο ωμούς όρους, διαφωνώ κάθετα με αυτήν τη στάση. Δεν συμφωνώ ότι ο σεβασμός της διαφοράς μπορεί να αποτελεί τον απώτερο ορίζοντά μας. (…) Κατά τη γνώμη μου, και εδώ συμφωνώ με τον Μπαντιού, η διαφορά - με την έννοια της ετερότητας - ακόμα και αν τεθεί με τους πιο ριζοσπαστικούς ηθικοθεολογικούς όρους όπως συμβαίνει στον Λεβινάς, αποτελεί μια ηθικά ουδέτερη κατηγορία. Αμφιβάλλω ότι χωρίς κάποιο περαιτέρω κανονιστικό περιεχόμενο είναι δυνατόν να παραχθεί μια πολιτική μέσα από τον σεβασμό της ετερότητας».[1]
Το ότι μέσα στην ίδια κοινωνία υπάρχουν διαφορετικές απόψεις περί ηθικής, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και καθολικές/οικουμενικές. Μπορεί κάποιος να θεωρεί κακό την ομοφυλοφιλία και ότι αυτός έχει το δίκιο με το μέρος του, αλλά θεωρεί επίσης σίγουρα κακό το να σκοτώσει τον ομοφυλόφιλο επειδή είναι ομοφυλόφιλος. Όπως και το αντίστροφο. Μπορεί κάποιος να θεωρεί καλό την ομοφυλοφιλία και ότι αυτός έχει το δίκιο με το μέρος του, αλλά θεωρεί επίσης σίγουρα κακό το να σκοτώσει τον ομοφοβικό επειδή είναι ομοφοβικός.
Αν η μεταχείριση
ενός ανθρώπου καθορίζεται από τις διαφορετικές ηθικές στάσεις, τότε ας κάτσουμε
στα αβγά μας αφού όλες οι ηθικές αξίες αναλογούν σε συγκεκριμένες κοινωνίες.
Και όταν βλέπουμε και καμιά φωτογραφία δημόσιας κακοποίησης γυναίκας που
διαρρέει από τα διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία απλώς να ανασηκώνουμε τους
ώμους μας αδιάφορα γιατί δεν μας επιτρέπεται σύμφωνα με τον ηθικό σχετικισμό να
κάνουμε κάτι άλλο. Κάποια πράγματα
δεν είναι προϊόν επιχειρηματολογημένης διαπραγμάτευσης. Γιατί αν ήταν έτσι, αν
πίστευαν όλοι στον ηθικό σχετικισμό, θα είχαμε ακόμα δουλεία.
Δεν μπορούμε να βγάλουμε νόημα από την απλή κατανόηση της φύσης των πραγμάτων και της ποιότητας των φαινομένων όπως ισχυρίζονται οι σχετικιστές, δίχως ένα ηθικό κριτήριο. Δεν μπορούμε με άλλα λόγια να διατυπώσουμε οποιαδήποτε ηθική κρίση μόνο από την εξέταση αυτής καθαυτής της πράξης και των αποτελεσμάτων της. Όσο και να εξετάσεις για παράδειγμα τη φύση αυτού καθαυτού του φόνου και την ποιότητά του ως πράξης, χωρίς το κριτήριο ότι είναι κακό να φονεύεις άλλον άνθρωπο, δεν θα βγάλεις νόημα. Απλά θα το εξετάζεις επ’ άπειρον. Δεν θεωρώ κατά συνέπεια ότι προϋπάρχει η σύνδεση μεταξύ φόνου και «ου φονεύσεις». Θεωρώ ότι προϋπάρχει ο ηθικός κανόνας που καθιστά αυτήν τη σχέση προφανή.
Συνοψίζοντας θα έλεγα ότι οι ηθικοί κανόνες κατά τη γνώμη μου είναι οδηγίες για το πώς μπορούν οι άνθρωποι να ζουν εν αρμονία. Το «καλό» και το «κακό» δεν λέει τίποτε από μόνο του. Είναι απλά ανθρώπινες συμβάσεις, με την έννοια ότι ο καθένας δίνει μια ερμηνεία στο «καλό» και το «κακό» απλά για να καταλαβαινόμαστε. Δεν λένε αφ΄εαυτού τίποτα. Ο ηθικός κανόνας βρίσκεται πριν από την ανθρώπινη πράξη και δίνει έναν μπούσουλα για όλες τις υπόλοιπες πράξεις και αντίστροφα, η ανθρώπινη πράξη προϋποθέτει τη δεσμευτικότητα ενός κανόνα χωρίς τον οποίο θα ήταν εντελώς αυθαίρετη.
Όσο και να γνωρίσει κανείς την πραγματικότητα, χωρίς ένα ηθικό κριτήριο, δεν μπορεί να κάνει βήμα. Μιλάω για γενικές καθολικές αρχές που δίνουν έναν μπούσουλα για το πώς περίπου πρέπει να κινηθούν όλες οι υπόλοιπες πράξεις αν θέλουν οι άνθρωποι να ζουν εν αρμονία, μην κάνεις π.χ. αυτό που δεν θέλεις να σου κάνουν οι άλλοι κλπ. Είμαστε άνθρωποι και ορισμένες ηθικές αρχές είναι κοινές, άσχετα του αν βρισκόμαστε όλοι στις ίδιες συνθήκες, αν έχουμε της ίδιες γνώσεις, τις ίδιες εμπειρίες.
[1] βλ. Žižek,
S., Το υψηλό αντικείμενο της ιδεολογίας, Αθήνα: Scripta, 2006, σ. 400.
Ο Κωστής Κοσμέας
είναι μεταπτυχιακός φοιτητής Πολιτικής Επιστήμης και ολοκληρώνει την διατριβή
του επάνω στην πολιτική σκέψη του Jürgen Habermas και του Κορνήλιου Καστοριάδη.